κνήμαργος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κνήμαργος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει λευκές κνήμες<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει χοντρές κνήμες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀργός]] «[[στιλπνός]], [[γυαλιστερός]]»), [[πρβλ]]. <i>πόδ</i>-<i>αργος</i>, <i>πύγ</i>-<i>αργος</i>].
|mltxt=[[κνήμαργος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει λευκές κνήμες<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει χοντρές κνήμες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀργός]] «[[στιλπνός]], [[γυαλιστερός]]»), [[πρβλ]]. [[πόδαργος]], [[πύγαργος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνήμαργος Medium diacritics: κνήμαργος Low diacritics: κνήμαργος Capitals: ΚΝΗΜΑΡΓΟΣ
Transliteration A: knḗmargos Transliteration B: knēmargos Transliteration C: knimargos Beta Code: knh/margos

English (LSJ)

ον, A white-legged, Theoc.25.127.

German (Pape)

[Seite 1460] heißt bei Theocr. 25, 127 wahrscheinlich »weißfüßig«; Hesych. erkl. παχύκνημος.

Greek (Liddell-Scott)

κνήμαργος: -ον, ἔχων λευκὰς κνήμας, Θεόκρ. 25. 127. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «κνήμαργος· κνημώδης, παχύκνημος».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux jambes blanches.
Étymologie: κνήμη, ἀργός¹.

Greek Monolingual

κνήμαργος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λευκές κνήμες
2. εκείνος που έχει χοντρές κνήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + -αργος (< ἀργός «στιλπνός, γυαλιστερός»), πρβλ. πόδαργος, πύγαργος].

Greek Monotonic

κνήμαργος: -ον, αυτός που έχει λευκές κνήμες, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κνήμαργος: белоногий (ταῦροι Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνήμαργος -ον [κνήμη, ἀργός] met witte poten.

Middle Liddell

κνήμ-αργος, ον
white-legged, Theocr.