πόδαργος
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
πόδαργον, swift-footed, or acc. to others white-footed (cf. Aret. SD2.13; ποδάργης· λευκόπους, Hsch.), Lyc.166: Πόδαργος, ὁ, Swiftfoot or Whitefoot, a horse of Hector, also of Menelaus, Il.8.185, 23.295; fem. Ποδάργη, name of a Harpy, 16.150.
German (Pape)
[Seite 642] schnellfüßig (Andere erkl. weißfüßig, vgl. πόδας ἀργοί unter ἀργός); Lycophr. 166; Nicarch. 7 (V, 39). S. nom. pr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux pieds agiles ; sel. d'autres aux pieds blancs.
Étymologie: πούς, ἀργός¹.
Greek Monolingual
-η, -ο / πόδαργος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πόδαργος
μεγαλόσωμο αιγοθηλόμορφο πτηνό της Αυστραλίας και της Ν. Γουινέας
αρχ.
1. αυτός που έχει λευκά πόδια ή, σύμφωνα με άλλη αρχαία ερμηνεία, γρήγορα πόδια
2. (ως κύριο ὁν.) Πόδαργος
ὁνομα ίππου του Έκτορος και του Μενελάου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἀργός «λευκός, γρήγορος» (πρβλ. κνήμ-αργος, χήλαργος). Η λ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή podako, ονομ. ενός βοδιού].
Greek Monotonic
πόδαργος: -ον, γοργοπόδαρος ή αυτός που έχει λευκά πόδια· Πόδαργος, ὁ, ο Ωκύπους ή Λευκόπους, το άλογο του Έκτορα, σε Ομήρ. Ιλ.· θηλ. Ποδάργη, μία από τις Άρπυες, μυθικό τέρας, στο ίδ.
Middle Liddell
πόδ-αργος, ον,
swiftfooted or whitefooted:— Πόδαργος, ὁ, swiftfoot or whitefoot, a horse, Il.; fem. Ποδάργη, a Harpy, Il.