κλειτορίδα: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[κλειτορίς]], -[[ίδος]])<br /><b>ανατ.</b> μικρό στυτικό όργανο που βρίσκεται στο άνω [[μέρος]] του γυναικείου αιδοίου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται, σύμφωνα με την επικρατέστερη [[άποψη]], για μεταρρηματικό παρ. του [[κλίνω]] που εμφανίζει την απαθή [[βαθμίδα]] <i>κλει</i>- της ρίζας ([[πρβλ]]. | |mltxt=η (Α [[κλειτορίς]], -[[ίδος]])<br /><b>ανατ.</b> μικρό στυτικό όργανο που βρίσκεται στο άνω [[μέρος]] του γυναικείου αιδοίου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται, σύμφωνα με την επικρατέστερη [[άποψη]], για μεταρρηματικό παρ. του [[κλίνω]] που εμφανίζει την απαθή [[βαθμίδα]] <i>κλει</i>- της ρίζας ([[πρβλ]]. [[κλειτύς]]) και όχι για δάνεια λ., όπως υποστηρίχθηκε παλαιότερα. Σχηματισμένο [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>αλεκτορίς</i>: [[αλέκτωρ]], <i>ακεστορίς</i>: [[ακέστωρ]], προϋποθέτει κάποιο ουσ. <i>κλείτωρ</i> που θα είχε σημ. «[[λόφος]]» και μαρτυρείται ως [[τοπωνύμιο]] <i>Κλείτωρ</i> στην Αρκαδία. Η σημ. του [[κλειτορίς]] [[είναι]], [[επομένως]], «[[εξόγκωμα]], [[λοφίσκος]]». Κατ' άλλους συνδέεται με το [[κλείω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κλειτοριάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλειτοριδικός]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:55, 13 May 2023
Greek Monolingual
η (Α κλειτορίς, -ίδος)
ανατ. μικρό στυτικό όργανο που βρίσκεται στο άνω μέρος του γυναικείου αιδοίου
αρχ.
ονομασία λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, για μεταρρηματικό παρ. του κλίνω που εμφανίζει την απαθή βαθμίδα κλει- της ρίζας (πρβλ. κλειτύς) και όχι για δάνεια λ., όπως υποστηρίχθηκε παλαιότερα. Σχηματισμένο κατά το σχήμα αλεκτορίς: αλέκτωρ, ακεστορίς: ακέστωρ, προϋποθέτει κάποιο ουσ. κλείτωρ που θα είχε σημ. «λόφος» και μαρτυρείται ως τοπωνύμιο Κλείτωρ στην Αρκαδία. Η σημ. του κλειτορίς είναι, επομένως, «εξόγκωμα, λοφίσκος». Κατ' άλλους συνδέεται με το κλείω.
ΠΑΡ. αρχ. κλειτοριάζω
νεοελλ.
κλειτοριδικός].