Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετωπίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς τὸ μέλλον ἀσφαλῶς ἐπίσταται (βουλεύεται) → Haud de futuro tota quis deliberat → Die Zukunft bringt, was mit Gewissheit keiner kennt

Menander, Monostichoi, 412
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετωπίδιος]], -ία, -ον (Α)<br />[[μετωπιαίος]], [[μετωπικός]], του μετώπου («[[μετωπίδιος]] [[ἱδρώς]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]] ([[πρβλ]]. <i>πτερ</i>-[[ίδιος]], <i>ωμ</i>-[[ίδιος]])].
|mltxt=[[μετωπίδιος]], -ία, -ον (Α)<br />[[μετωπιαίος]], [[μετωπικός]], του μετώπου («[[μετωπίδιος]] [[ἱδρώς]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]] ([[πρβλ]]. [[πτερίδιος]], [[ωμίδιος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:00, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωπίδιος Medium diacritics: μετωπίδιος Low diacritics: μετωπίδιος Capitals: ΜΕΤΩΠΙΔΙΟΣ
Transliteration A: metōpídios Transliteration B: metōpidios Transliteration C: metopidios Beta Code: metwpi/dios

English (LSJ)

ον, A = μετωπιαῖος, ἱδρώς Hp.Mul.2.171 (cj. for -ιδαῖος; v.l. περιμετωπίδιος) ; πλέγμα AP9.543 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 164] = μετωπιαῖος; ἱδρώς, Hipp.; πλέγμα, Philp. 62 (IX, 543).

Greek (Liddell-Scott)

μετωπίδιος: -ον, = μετωπιαῖος, Ἀνθ. Π. 9. 543· ἴδε Λοβ. Φρύν. 557.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du front.
Étymologie: μέτωπον.

Greek Monolingual

μετωπίδιος, -ία, -ον (Α)
μετωπιαίος, μετωπικός, του μετώπου («μετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + επίθημα -ίδιος (πρβλ. πτερίδιος, ωμίδιος)].

Greek Monotonic

μετωπίδιος: -ον (μέτωπον), αυτός που βρίσκεται στο μέτωπο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μετωπίδιος: (πῐ) набрасываемый на лоб, лобный (πλέγμα Anth.).

Middle Liddell

μετωπίδιος, ον μέτωπον
on the forehead, Anth.