ἰσχνόφωνος: Difference between revisions
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰσχνόφωνος:'''<br /><b class="num">1)</b> тонкоголосый Plut.;<br /><b class="num">2)</b> заикающийся, запинающийся Arst., Plut.: ἰ. (v. l. [[ἰσχόφωνος]]) καὶ τραυλὸς [[παῖς]] Her. заикающийся и шепелявящий мальчик. | |elrutext='''ἰσχνόφωνος:'''<br /><b class="num">1)</b> тонкоголосый Plut.;<br /><b class="num">2)</b> заикающийся, запинающийся Arst., Plut.: ἰ. ([[varia lectio|v.l.]] [[ἰσχόφωνος]]) καὶ τραυλὸς [[παῖς]] Her. заикающийся и шепелявящий мальчик. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἰσχνό-φωνος, ον [[φωνή]]<br />checked in one's [[voice]], stuttering, stammering, Hdt. | |mdlsjtxt=ἰσχνό-φωνος, ον [[φωνή]]<br />checked in one's [[voice]], stuttering, stammering, Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 9 January 2022
English (LSJ)
ον, A thin-voiced, weak-voiced, Phld. Po.2.25, Gal.17(1).186; of Isocrates, Plu.2.837a; of partridges, Antig.Mir.6; but, II having an impediment in one's speech (connected by the Greeks with ἴσχω), οἱ ἰ. . . ἴσχονται τοῦ φωνεῖν Arist.Pr.903a38, cf. 895a15, 905a21, AB100; ἰ. καὶ τραυλός Hdt.4.155, cf. Hp.Epid.1.19; ἰ. καὶ βραδύγλωσσος LXXEx.4.10, cf. Ezek. Exag.114; also of metals, etc., χρυσὸς καὶ λίθος ὑπὸ πληρότητος ἰ. καὶ δυσηχῆ Plu.2.721c: metaph., ἡ φιλία ἰ. γέγονεν ἐν τῷ παρρησιάζεσθαι ib.89b. Adv. -φώνως Zos.Alch.p.108B.
German (Pape)
[Seite 1273] mit dünner, seiner Stimme, seinklingend; Plut. Symp. 8, 3, 2; Medic.; – im Sprechen anstoßend, stotternd, stammelnd, ἰσχν. καὶ τραυλός Her. 4, 155; Hippocr. u. Sp.; vgl. B. A. 100, 22 u. Arist. probl. 11, 35, wo es erkl. wird ὅτι ἴσχονται τοῦ φωνεῖν, daher auch (z. B. von Bekk. bei Her.) ἰσχόφωνος geschrieben wird.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχνόφωνος: -ον, ἔχων λεπτήν, ἀδύνατον ἢ ὀξεῖαν φωνήν, σχεδὸν ὡς τῷ λεπτόφωνος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955, πρβλ. Γαλην. τ. 9, σ. 73, Πλούτ. 2. 89Β, 721C: - ἀλλά, ΙΙ. ἀλλαχοῦ φαίνεται ὅτι σημαίνει: ἔχων κώλυμα ἐν τῇ φωνῇ, δυσκολευόμενος νὰ ὁμιλήσῃ, τραυλίζων (ἐν ταύτῃ τῇ σημασίᾳ ἁρμοδιωτέρα λέξις θὰ ἦτο τὸ ἰσχνόφωνος· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα καὶ οἱ Γραμματ. ὁμοφώνως ἀποδέχονται τὸ ἰσχνόφωνος, καὶ ὁ Ἀριστ. λέγει ὅτι οἱ ἰσχνόφωνοι ἴσχονται τοῦ φωνεῖν Προβλ. 11. 35, πρβλ. 10. 40., 11. 55, Α. Β. 100)· ἰσχν. καὶ τραυλὸς Ἡρόδ. 4. 155· - οὕτως ἰσχνοφωνία, Ἰων.-ίη, Ἱππ. 1040Β, Ἀριστ. Προβλ. 10. 40., 11, 30, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a la voix grêle ou faible;
2 qui bégaie.
Étymologie: ἰσχνός, φωνή.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσχνόφωνος, -ον, θηλ. και -η)
(για πρόσ.) αυτός που έχει άτονη, σιγανή, αδύνατη φωνή
αρχ.
1. τραυλός
2. (για μέταλλα) αυτός που παράγει ασθενή ήχο.
επίρρ...
ἰσχνοφώνως (Α)
με αδύνατη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος, μεγαλό-φωνος
συνδεομένη η λ. με το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω», έλαβε την πιο συχνή αρχ. σημ. «τραυλός»].
Greek Monotonic
ἰσχνόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει λεπτή, αδύνατη ή οξεία φωνή· αυτός που δυσκολεύεται να μιλήσει, αυτός που τραυλίζει, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχνόφωνος:
1) тонкоголосый Plut.;
2) заикающийся, запинающийся Arst., Plut.: ἰ. (v.l. ἰσχόφωνος) καὶ τραυλὸς παῖς Her. заикающийся и шепелявящий мальчик.
Middle Liddell
ἰσχνό-φωνος, ον φωνή
checked in one's voice, stuttering, stammering, Hdt.