κεγχριαῖος: Difference between revisions
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κεγχριαῖος:''' размером с просяное зерно (κ. τὸ [[μέγεθος]] Luc.). | |elrutext='''κεγχριαῖος:''' [[размером с просяное зерно]] (κ. τὸ [[μέγεθος]] Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:05, 20 August 2022
English (LSJ)
α, ον, A of the size of a grain of millet, μεγέθη Dsc.2.83, cf. Luc.Icar.18, Theo Sm. p.125 H.
German (Pape)
[Seite 1410] von der Größe eines Hirsekorns, κεγχριαῖος ἦν τὸ μέγεθος Luc. Icarom. 18.
Greek (Liddell-Scott)
κεγχριαῖος: -α, -ον, ἔχων τὸ μέγεθος τοῦ κέγχρου, Λουκ. Ἰκαρ. 18.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
gros comme un grain de millet.
Étymologie: κέγχρος.
Greek Monolingual
κεγχριαῖος, -ία, -ον (Α)
ίσος στο μέγεθος με το κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα -ιαῖος (πρβλ. κολοσσιαίος, πλευριαίος)].
Greek Monotonic
κεγχριαῖος: -α, -ον (κέγχρος), αυτός που έχει το μέγεθος ενός σπυριού κεχριού, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κεγχριαῖος: размером с просяное зерно (κ. τὸ μέγεθος Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεγχριαῖος -α -ον [κέγχρος] zo groot als een gierstekorrel.
Middle Liddell
κεγχριαῖος, η, ον κέγχρος
of the size of a grain of millet, Luc.