λινόπτης: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=linoptis | |Transliteration C=linoptis | ||
|Beta Code=lino/pths | |Beta Code=lino/pths | ||
|Definition=ου, ὁ, (ὄψομαι) | |Definition=ου, ὁ, (ὄψομαι) [[one who watches nets to see whether anything is caught]], Arist. ap. Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span> 1178</span>, <span class="bibl">Poll.5.17</span>, Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 03:20, 24 August 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, (ὄψομαι) one who watches nets to see whether anything is caught, Arist. ap. Sch.Ar.Pax 1178, Poll.5.17, Hsch.
German (Pape)
[Seite 49] ὁ, eigtl. der am Netze Acht giebt, ob sich Etwas darin fängt, u. übh. der auf Etwas aufpaßt, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόπτης: -ου, ὁ, (ὄψομαι) ὁ παραφυλάττων τὰ δίκτυα ὅπως ἴδῃ ἂν συνελήφθη τι, Ἀριστ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1178, Πολυδ. Εʹ, 17, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui a l’œil sur la ligne ou sur le filet.
Étymologie: λίνον, ὄψομαι.
Greek Monolingual
λινόπτης, ὁ (Α)
αυτός που παρατηρεί τα δίχτια για να δει αν έχει συλληφθεί κάτι σε αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -όπτης (< θ. ὀπ- του ὄπωπα), πρβλ. επόπτης, υπερόπτης].
Greek Monotonic
λῐνόπτης: -ου, ὁ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω), αυτός που παρατηρεί τα δίχτυα για να δει αν κάτι πιάστηκε σε αυτά, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
λῐνόπτης: ου adj. m внимательно следящий за неводом, высматривающий Arst.
Middle Liddell
λῐν-όπτης, ου, ὁ, ὄψομαι, fut. of ὁράω
one who watches nets to see whether anything is caught, Arist.