πύρνον: Difference between revisions
Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one’s first thought false
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0823.png Seite 823]] τό, verkürzt statt [[πύρινον]], Weizenbrot, sc. [[σιτίον]]; αἴ κέν τις κοτύλην καὶ [[πύρνον]] ὀρέξῃ, Od. 15, 312, wie 17, 12; ὡς ἂν πύρνα κατὰ μνηστῆρας ἀγείροι, 362; wo es Andre übh. Stück Brot erklären; nach Philemon bei Ath. III, 114 d τὸν ἐκ πυρῶν ἀσήστων γινόμενον ἄρτον καὶ πάντα ἐν ἑαυτῷ ἔχοντα (auch Kleie). – Bei Lycophr. 482 die Baumfrucht καρπὸς [[δρύϊνος]], vgl. 639. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0823.png Seite 823]] τό, verkürzt statt [[πύρινον]], Weizenbrot, sc. [[σιτίον]]; αἴ κέν τις κοτύλην καὶ [[πύρνον]] ὀρέξῃ, Od. 15, 312, wie 17, 12; ὡς ἂν πύρνα κατὰ μνηστῆρας ἀγείροι, 362; wo es Andre übh. Stück Brot erklären; nach Philemon bei Ath. III, 114 d τὸν ἐκ πυρῶν ἀσήστων γινόμενον ἄρτον καὶ πάντα ἐν ἑαυτῷ ἔχοντα (auch Kleie). – Bei Lycophr. 482 die Baumfrucht καρπὸς [[δρύϊνος]], vgl. 639. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πύρνον -ου, τό [~ πυρός] tarwebrood. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πύρνον:''' τό [[πύρινος]] II] пшеничный хлеб, булка Hom. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πύρνον:''' τό ([[πύρινος]]), [[ψωμί]] απο [[σιτάρι]], σταρένιο [[ψωμί]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''πύρνον:''' τό ([[πύρινος]]), [[ψωμί]] απο [[σιτάρι]], σταρένιο [[ψωμί]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πύρνον''': τό, συντετμημέν. ἀντὶ πύρινον, ([[πύρινος]], πῦρός), ἄρτος [[σίτινος]], Ὀδ. Ο. 312., Ρ. 12, 362· [[μάλιστα]] δὲ ἐπὶ ἄρτου ἐξ ἀλεύρου μετὰ τῶν πιτύρων, πρβλ. Φιλήμ. Γραμμ. παρ’ Ἀθην. 114D. ΙΙ. [[καθόλου]] [[τροφή]], «πύρνοι ([[οὕτως]] ἀρσεν.)· ζειαὶ κνηστώδεις, ἢ ὁ κατειργασμένος [[σῖτος]], ἄλλοι [[χόρτος]], ἄλλοι μαγίδα. καὶ οὐδετέρως τὰ πύρνα»... «πύρνος· [[ψωμός]]», Ἡσύχ.· «πύρνος· τὸ [[ἀπόκλασμα]] τοῦ ἄρτου» Σουΐδ., κτλ.· φήγινον π., [[βάλανος]], Λυκόφρ. 482, πρβλ. 639· - [[ἐντεῦθεν]] [[πυρναῖος]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πύρνον]], ου, τό, [[πύρινος]]<br />[[wheaten]] [[bread]], Od. | |mdlsjtxt=[[πύρνον]], ου, τό, [[πύρινος]]<br />[[wheaten]] [[bread]], Od. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, A wheaten bread, Od.15.312, 17.12,362; especially of bread with the bran in it, Philem.Gloss. ap. Ath.3.114d. II generally, food, meat, φήγινον π. acorns or mast, Lyc.482 (pl.), cf. 639: pl., Hsch.
German (Pape)
[Seite 823] τό, verkürzt statt πύρινον, Weizenbrot, sc. σιτίον; αἴ κέν τις κοτύλην καὶ πύρνον ὀρέξῃ, Od. 15, 312, wie 17, 12; ὡς ἂν πύρνα κατὰ μνηστῆρας ἀγείροι, 362; wo es Andre übh. Stück Brot erklären; nach Philemon bei Ath. III, 114 d τὸν ἐκ πυρῶν ἀσήστων γινόμενον ἄρτον καὶ πάντα ἐν ἑαυτῷ ἔχοντα (auch Kleie). – Bei Lycophr. 482 die Baumfrucht καρπὸς δρύϊνος, vgl. 639.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πύρνον -ου, τό [~ πυρός] tarwebrood.
Russian (Dvoretsky)
πύρνον: τό πύρινος II] пшеничный хлеб, булка Hom.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. σταρένιο ψωμί
2. (κυρίως) ψωμί από αλεύρι με πίτυρα
3. τροφή, φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του πύρνος με αλλαγή γένους].
Greek Monotonic
πύρνον: τό (πύρινος), ψωμί απο σιτάρι, σταρένιο ψωμί, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
πύρνον: τό, συντετμημέν. ἀντὶ πύρινον, (πύρινος, πῦρός), ἄρτος σίτινος, Ὀδ. Ο. 312., Ρ. 12, 362· μάλιστα δὲ ἐπὶ ἄρτου ἐξ ἀλεύρου μετὰ τῶν πιτύρων, πρβλ. Φιλήμ. Γραμμ. παρ’ Ἀθην. 114D. ΙΙ. καθόλου τροφή, «πύρνοι (οὕτως ἀρσεν.)· ζειαὶ κνηστώδεις, ἢ ὁ κατειργασμένος σῖτος, ἄλλοι χόρτος, ἄλλοι μαγίδα. καὶ οὐδετέρως τὰ πύρνα»... «πύρνος· ψωμός», Ἡσύχ.· «πύρνος· τὸ ἀπόκλασμα τοῦ ἄρτου» Σουΐδ., κτλ.· φήγινον π., βάλανος, Λυκόφρ. 482, πρβλ. 639· - ἐντεῦθεν πυρναῖος.