ὁμήθης: Difference between revisions
πρὶν τοὺς ἰχθῦς ἑλεῖν σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς → you're mixing the sauce before catching the fish | don't count your chickens before they are hatched | don't count your chickens before they hatch | first catch your hare | first catch your rabbit | first catch your rabbit and then make your stew | first catch your hare, then cook it | first catch your hare, then cook him
m (Text replacement - "of Place" to "of place") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμήθης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) ο [[συνήθης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἦθος]] (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=[[ὁμήθης]], -ες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) ο [[συνήθης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἦθος]] (<b>πρβλ.</b> [[ευήθης]], [[κακοήθης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:13, 8 May 2023
English (LSJ)
ες, (ἦθος) A = ὁμοήθης, A.R.2.917,3.118, Call.Aet.1.1.5, Nonn.D.5.364, Q.S.9.405. 2 of places, accustomed, λίμνη Nic. Th.415.
German (Pape)
[Seite 330] ες, = ὁμοήθης; ἄνδρες, Ap. Rh. 2, 917; λίμνη, Nic. Th. 415.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμήθης: -ες, (ἦθος) = ὁμοήθης, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 917, Γ. 118· ― ἐπὶ τόπων, εἰθισμένος, συνήθης, Νικ. Θηρ. 415.
Greek Monolingual
ὁμήθης, -ες (Α)
1. αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα με κάποιον άλλο
2. (για τόπο) ο συνήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ἦθος (πρβλ. ευήθης, κακοήθης)].