ἀμελητέος: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[ἀμελέω]],]<br /><b class="num">I.</b> one must [[neglect]], τινός Isocr.<br /><b class="num">II.</b> [[ἀμελητέος]], α, ον, to be neglected, Luc. | |mdlsjtxt=verb. adj. of [[ἀμελέω]],]<br /><b class="num">I.</b> one must [[neglect]], τινός Isocr.<br /><b class="num">II.</b> [[ἀμελητέος]], α, ον, to be neglected, Luc. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἀμελητέος]], -α, ον) [[ἀμελῶ]]<br /><b>1.</b> ο [[ανάξιος]] λόγου και υπολογισμού, [[ασήμαντος]], [[τιποτένιος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αμελητέα [[ποσότητα]]», ανάξια λόγου, ασήμαντη [[ποσότητα]] (λέγεται και για πρόσωπα)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός, για τον οποίο δεν [[πρέπει]] [[κανείς]] να φροντίσει. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:50, 9 October 2021
English (LSJ)
α, ον, to be neglected, Luc. Tim. 9, Arr. An. 1.7.4.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’on peut ou qu’il faut négliger ; ἀμελητέον on doit négliger, gén..
Étymologie: ἀμελέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. despreciable οὐ παροπτέος ἁνὴρ οὐδὲ ἀμελητέος Luc.Tim.9
•de cosas que debe ser descuidado τὰ τῶν Θηβαίων οὐδαμῶς ἐδόκει (Ἀλεξάνδρῳ) ἀμελητέα εἶναι Arr.An.1.7.4.
2 neutr. impers. ἀμελητέον = hay que desinteresarse de, hay que despreciar c. gen. τῶν μὲν τοιούτων ἀμελητέον Isoc.9.7
•τούτων ἔγνω οὐκ ἀμελητέα εἶναι οἱ Ἀλέξανδρος respecto a éstos se dió cuenta Alejandro que no debían ser despreciados por él Arr.An.1.24.1, cf. tb. Clem.Al.QDS 27.
Middle Liddell
verb. adj. of ἀμελέω,]
I. one must neglect, τινός Isocr.
II. ἀμελητέος, α, ον, to be neglected, Luc.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀμελητέος, -α, ον) ἀμελῶ
1. ο ανάξιος λόγου και υπολογισμού, ασήμαντος, τιποτένιος
2. φρ. «αμελητέα ποσότητα», ανάξια λόγου, ασήμαντη ποσότητα (λέγεται και για πρόσωπα)
αρχ.
αυτός, για τον οποίο δεν πρέπει κανείς να φροντίσει.