ὀστρύα: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
mNo edit summary |
m (Text replacement - "ἡ" to "ἡ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ostrya | |Transliteration C=ostrya | ||
|Beta Code=o)stru/a | |Beta Code=o)stru/a | ||
|Definition=(or [[ὀστρύη]]), and [[ὄστρυς]], υος, ἡ, [[hop hornbeam]], [[Ostrya carpinifolia]], Thphr.HP3.10.3, cf. 3.3.1, 3.6.1, Plin.HN13.117; also [[ὀστρυΐς]], ΐδος, | |Definition=(or [[ὀστρύη]]), and [[ὄστρυς]], υος, ἡ, [[hop hornbeam]], [[Ostrya carpinifolia]], Thphr.HP3.10.3, cf. 3.3.1, 3.6.1, Plin.HN13.117; also [[ὀστρυΐς]], ΐδος, ἡ, Thphr.HP1.8.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:20, 30 November 2021
English (LSJ)
(or ὀστρύη), and ὄστρυς, υος, ἡ, hop hornbeam, Ostrya carpinifolia, Thphr.HP3.10.3, cf. 3.3.1, 3.6.1, Plin.HN13.117; also ὀστρυΐς, ΐδος, ἡ, Thphr.HP1.8.2.
German (Pape)
[Seite 401] ἡ, auch ὀστρύς, ύος, ἡ, ein Baum von hartem Holze, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστρύα: (ἢ ὀστρύη), καὶ ὄστρυς, υος, ἡ, δένδρον μετὰ λίαν σκληροῦ ξύλου, ὡς ἡ ὀξύα, κοινῶς «ὀστρυά», ἀμφότερα παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. 3. 10, 3, πρβλ. Πλίν. 13. 37· ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2, ὀστρυΐς, ίδος, ἡ.
Greek Monolingual
η
βοτ. βλ. οστρύα.
Greek Monolingual
η (Α ὀστρύα και ὀστρύη και ὀστρυΐς και ὄστρυς)
γένος δένδρων με σκληρό ξύλο, το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια βετουλίδες και περιλαμβάνει 7 είδη, γνωστά σήμερα με την κοινή ονομασία οστρυά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται με τρεις διαφορετικές καταλήξεις: ὀστρ-ύα (πρβλ. ὀξ-ύα), ὀστρυΐς, -ίδος με επίθημα -ιδ-, πιθ. δευτερογενές, και ὄστρυς (πρβλ. σίκυς). Πολλοί εντάσσουν τη λ. ὄστρυς, όπως και τη λ. σίκυς, σε μια σειρά δάνειων λέξων].
Frisk Etymological English
(-ύη)
Grammatical information: f.
Meaning: name of a tree with hard, white wood, hop hornbeam, Ostrya carpinifolia (Thphr., Plin.).
Other forms: ὀστρύς, -ύος (-υς, -υος?), ὀστρυί̈ς, -ίδος
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: That the word is semantically vereinbar with ὄστρεον (Frisk), is ununderstandable to me. The assumption of a syllable dissimilation from *ὀστρο-δρυς (Brugmann IF 19, 399) is quite doubtful (cf. Schwyzer 263). Heubeck Praegraeca 37 considers with Neumann Glotta 37(1958) 106-112 ὄστρυς as Pre-Greek. The enlargements -ύς, -ύα, -υίς are typical for an adapted foreign word (not in Furnée).
Frisk Etymology German
ὀστρύα: (-ύη),
{ostrúa}
Forms: ὀστρύς, -ύος (-υς, -υος?), ὀστρυϊς, -ίδος
Grammar: f.
Meaning: N. eines Baumes mit hartem weißem Holz, Hopfenhainbuche, Ostrya carpinifolia (Thphr., Plin.).
Etymology : Begrifflich mit ὄστρεον (s.d.) vereinbar, läßt sich das Wort in seinen verschiedenen Formen mit ὀξύα, δρῦς, (βότρυς?), ἀχερωΐς vergleichen; die Annahm einer Silbendissimilation für *ὀστροδρυς (Brugmann IF 19, 399) ist jedenfalls ganz fraglich (vgl. Schwyzer 263). Heubeck Praegraeca 37 betrachtet mit Neumann Glotta 37, 110f. ὄστρυς als vorgr.; daraus durch Erweiterung -ύα, -υΐς.
Page 2,438