Μινύαι: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶν ([[οἱ]]) :<br />les Minyes, <i>tribu éol. primit. en Thessalie, postér. près d’Orchomène en Béotie, descendants de Minyas</i>.<br />'''Étymologie:'''.
|btext=ῶν ([[οἱ]]) :<br />les Minyes, <i>tribu éol. primit. en Thessalie, postér. près d'Orchomène en Béotie, descendants de Minyas</i>.<br />'''Étymologie:'''.
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 11:10, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μῐνύαι Medium diacritics: Μινύαι Low diacritics: Μινύαι Capitals: ΜΙΝΥΑΙ
Transliteration A: Minýai Transliteration B: Minyai Transliteration C: Minyai Beta Code: *minu/ai

English (LSJ)

[ῠ], οἱ, Minyans, a race of heroes in Orchomenos, Pi.O.14.4, Hdt.1.146; used of the Argonauts, Pi.P.4.69, A.R.1.229, Orph. A.375,al.: in sg. as a hero or god, Ἑρμῇ καὶ Μινύᾳ IG7.3218 (Orchom.): —Adj. Μινύειος [ῠ], α, ον, Minyan, Ὀρχομενὸς Μινύειος Il.2.511, Od.11.284; Ep. Μινυήϊος Il.11.722, Hes.Fr.144.4:—fem. Μινυηΐς, ΐδος, ἡ, A.R.1.233.

Greek (Liddell-Scott)

Μῐνύαι: οἱ, γενεά τις εὐγενῶν ἐν Ὀρχομενῷ, Ἡρόδ. 1. 146, Πίνδ.· καθ’ ἑνικ., ὡς ἥρως τις ἢ θεός, Ἑρμῇ καὶ Μινύᾳ Ἐπιγραφ. Ὀρχομ. παρὰ Keil σ. 77· - ἐπίθ., Μινύειος, α, ον, ὁ εἰς τοὺς Μινύας ἀνήκων, Ὀρχομενὸς Μ. Ἰλ. Β. 511· Ἐπικ. ὡσαύτως Μινυήϊος Λ. 721, Ὀδ. Λ. 283, Ἡσ.· ἀνώμαλ. θηλ. Μινυηΐς, ίδος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 233· - ἴδε Μυλλέρου Orchomenos und die Minyer.

French (Bailly abrégé)

ῶν (οἱ) :
les Minyes, tribu éol. primit. en Thessalie, postér. près d'Orchomène en Béotie, descendants de Minyas.
Étymologie:.

English (Slater)

Μῐνῡαι
a an ancient Boiotian folk, living around Orchomenos. Χάριτες Ἐρχομενοῦ, παλαιγόνων Μινυᾶν ἐπίσκοποι (O. 14.4)
b the Argonauts. μετὰ γὰρ κεῖνο (= τὸ πάγχρυσον νάκος) πλευσάντων Μινυᾶν (P. 4.69)

Greek Monolingual

Μινύαι, αἱ (Α)
1. γενεά ηρώων στον Ορχομενό
2. (στον εν.) ὁ Μινύας
ονομασία ήρωα ή θεού.

Greek Monotonic

Μῐνύαι: οἱ, Μινύες, φυλή ευγενών στον Ορχομενό, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Μινύειος, , -ον, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μινύες, σε Ομήρ. Ιλ.· Επικ. επίσης Μινυήϊος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

Μῐνύαι: ῶν, ион. έων, дор. ᾶν οἱ минии (эолийское племя, жившее сначала в Фессалии, а затем в области Орхомена в Беотии Pind.) Her. etc.

Middle Liddell

Μῐνύαι, ῶν, αἱ,
the Minyans, a race of nobles in Orchomenos, Hdt., etc