ὀμφάκιον: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
m (Text replacement - " ," to ",") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omfakion | |Transliteration C=omfakion | ||
|Beta Code=o)mfa/kion | |Beta Code=o)mfa/kion | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[omphacium]], [[juice of unripe grapes]], Dsc.5.5, Gal. 12.902; also, [[oil made from unripe olives]], Hp.Acut.(Sp.)65, ''Mul.''2.189, Plin.''HN''12.130, ''PTeb.''273.33 (ii/iii A.D.).<br><span class="bld">II</span> = [[ὄμφαξ]] II.2, Aristaenet.2.7 (<b class="b3">τοῦ στέρνου μῆλα</b> being prob. a ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
A omphacium, juice of unripe grapes, Dsc.5.5, Gal. 12.902; also, oil made from unripe olives, Hp.Acut.(Sp.)65, Mul.2.189, Plin.HN12.130, PTeb.273.33 (ii/iii A.D.).
II = ὄμφαξ II.2, Aristaenet.2.7 (τοῦ στέρνου μῆλα being prob. a Glossaria.
German (Pape)
[Seite 343] τό, Oel von grünen, unreifen Oliven, Diosc., eigtl. neutr. von
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφάκιον: [ᾰ], τό, ὁ χυμὸς ἀώρων σταφυλῶν, «ὀμφάκιον, ἔστι μὲν χυλὸς ὄμφακος Θασίας σταφυλῆς μήπω περκαζούσης, ἢ Ἀμιναίας» Διοσκ. 5. 6· ὡσαύτως, ἔλαιον λαμβανόμενον ἐξ ἀώρων ἐλαιῶν, Ἱπ. 407. 15, πρβλ. Πλίν. 12. 60.
ΙΙ. = ὄμφαξ ΙΙ. 2, Ἀρισταίν. 2. 7 (ὀμφάκια μῆλα τοῦ στέρνου, οἱ μαστοὶ νεαρᾶς κόρης, εἶναι πιθανῶς γλώσσημα).
Greek Monolingual
ὀμφάκιον, τὸ (Α) όμφαξ
1. χυμός άγουρων σταφυλιών
2. έλαιο που λαμβάνεται από άγουρες ελιές, αγουρόλαδο
3. στον πληθ. τὰ ὀμφάκια
οι σκληροί μαστοί μικρής σε ηλικία κοπέλας («ὀμφάκια μῆλα τοῦ στέρνου», Αρισταίν.).