εὔμετρος: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔμετρος:'''<br /><b class="num">1)</b> хорошо отмеренный, т. е. меткий ([[σφενδόνη]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> хорошо размеренный, соразмерный ([[βάκτρον]] Theocr. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἔμμετρος]]).
|elrutext='''εὔμετρος:'''<br /><b class="num">1)</b> хорошо отмеренный, т. е. меткий ([[σφενδόνη]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[хорошо размеренный]], [[соразмерный]] ([[βάκτρον]] Theocr. - [[varia lectio|v.l.]] [[ἔμμετρος]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-μετρος, ον [[μέτρον]]<br />well-[[measured]], well-calculated, Aesch.: well-[[proportioned]], Theocr.
|mdlsjtxt=εὔ-μετρος, ον [[μέτρον]]<br />well-[[measured]], well-calculated, Aesch.: well-[[proportioned]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 16:10, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμετρος Medium diacritics: εὔμετρος Low diacritics: εύμετρος Capitals: ΕΥΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: eúmetros Transliteration B: eumetros Transliteration C: eymetros Beta Code: eu)/metros

English (LSJ)

ον, A well-measured, well-calculated, σφενδόνα A.Ag.1010 (lyr.); well-proportioned, v.l. for ἔμμητρον, Theoc.25.209. 2 of moderate size or proportions, οἶκος Aret.CA 1.1. Adv. -ως ib.1.6, Sor.1.86. 3 excellent in metre, [λέξις] εὔ. καὶ εὔρυθμος D.H.Comp.25; opp. κακόμετρος, Phld.Po.1676.8.

German (Pape)

[Seite 1081] von schönem Maaße, Rhythmus, λέξις, D. Hal. C. V. 25 u. Gramm.; – übh. mäßig, σφενδόνη Aesch. Ag. 982.

Greek (Liddell-Scott)

εὔμετρος: -ον, καλῶς μεμετρημένος, καλῶς ὑπολογισθείς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1010 ἐν καλῇ ἀναλογίᾳ, Θεόκρ. 25. 209. 2) εὔρυθμος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de juste mesure, de moyenne grandeur;
2 bien mesuré, bien calculé.
Étymologie: εὖ, μέτρον.

Greek Monolingual

εὔμετρος, -ον (Α)
1. μετρημένος ή υπολογισμένος καλά, καλοζυγιασμένος («βαλὼν σφενδόνας ἀπ' εὐμέτρου», Αισχύλ.)
2. συμμετρικός στις αναλογίες
3. αυτός που έχει μέτριες διαστάσεις ή αναλογίες («εὔμετρος οἶκος», Αρετ.)
4. εύρυθμος, εξαιρετικός στο μέτρο («(λέξις) εὔμετρος καὶ εὔρυθμος», Διον. Αλ.).
επίρρ...
εὐμέτρως (Α)
1. με μέτριες αναλογίες
2. με τις αρμόζουσες, με τις κατάλληλες αναλογίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μέτρον.

Greek Monotonic

εὔμετρος: -ον (μέτρον), καλά μετρημένος, καλά υπολογισμένος, σε Αισχύλ.· αυτός που βρίσκεται σε καλή αναλογία, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔμετρος:
1) хорошо отмеренный, т. е. меткий (σφενδόνη Aesch.);
2) хорошо размеренный, соразмерный (βάκτρον Theocr. - v.l. ἔμμετρος).

Middle Liddell

εὔ-μετρος, ον μέτρον
well-measured, well-calculated, Aesch.: well-proportioned, Theocr.