μετωποσώφρων: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metoposofron | |Transliteration C=metoposofron | ||
|Beta Code=metwposw/frwn | |Beta Code=metwposw/frwn | ||
|Definition=ον, gen. ονος, | |Definition=ον, gen. ονος, [[with modest countenance]], <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>198</span> (cj. Pors.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 04:20, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, gen. ονος, with modest countenance, A.Supp.198 (cj. Pors.).
German (Pape)
[Seite 164] ονος, mit bescheidener, züchtiger Stirn, τὸ μὴ μάταιον δ' ἐκ μετωποσωφρόνων ἴτω προσώπων, Aesch. Suppl. 195 nach Pors. Conj.
Greek (Liddell-Scott)
μετωποσώφρων: -ον, ὁ ἔχων μέτωπον σῶφρον, ὄψιν σώφρονα, ἐκ μετωποσωφρόνων Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 198, ἐξ εἰκασίας τοῦ Pors., ἀλλ’ ὁ Δινδόρφιος προτείνει διόρθ.: σεσωφρονισμένων.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui porte la sagesse empreinte sur son visage.
Étymologie: μέτωπον, σώφρων.
Greek Monolingual
μετωποσώφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει σεμνό μέτωπο, σεμνή έκφραση προσώπου, σεμνοπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + σώφρων (πρβλ. φιλο-σώφρων)].
Russian (Dvoretsky)
μετωποσώφρων: 2, gen. ονος со скромностью на челе, т. е. скромный (Aesch. - v.l. σεσωφρονισμένος).