σταφυλῖνος: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stafylinos
|Transliteration C=stafylinos
|Beta Code=stafuli=nos
|Beta Code=stafuli=nos
|Definition=ὁ, and (in Numen. ap. <span class="bibl">Ath.9.371c</span>) ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[carrot]], Hp.<span class="title">Steril.</span> 242, Nic.<span class="title">Fr.</span>71; <b class="b3">σ. κηπευτός</b>, [[cultivated carrot]], [[Daucus Carota]], Dsc. 3.52; <b class="b3">σ. ἄγριος</b>, [[wild carrot]], [[Daucus guttatus]], ibid.; σ. χλωρός <span class="bibl">Aët. 12.42</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[βρυωνία]], Crateuas ap.Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>858</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">σ., ὁ</b>, an insect, about the size of the [[σφονδύλη]] (perhaps <b class="b2">the Meloë</b>), <span class="bibl">Arist. <span class="title">HA</span>604b18</span>, <span class="title">Hippiatr.</span>119, Hsch.</span>
|Definition=ὁ, and (in Numen. ap. Ath.9.371c) ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[carrot]], Hp.Steril. 242, Nic.Fr.71; [[σταφυλῖνος κηπευτός]], [[cultivated carrot]], [[Daucus carota]], Dsc. 3.52; [[σταφυλῖνος ἄγριος]], [[wild carrot]], [[Daucus guttatus]], ibid.; σταφυλῖνος [[χλωρός]] Aët. 12.42.<br><span class="bld">2</span> = [[βρυωνία]], Crateuas ap.Sch.Nic.Th.858.<br><span class="bld">II</span> [[σταφυλῖνος]], ὁ, an [[insect]], about the size of the [[σφονδύλη]] (perhaps the [[Meloë]]), Arist. HA604b18, Hippiatr.119, Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / σταφυλῑνος, ΝΜΑ<br />[[γένος]] σαρκοφάγων ή σαπροφάγων κολεόπτερων εντόμων, που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σταφυλινίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] είδους καρότου (α. «σταφυλῑνος [[κηπευτός]]», <b>Διοσκ.</b><br />β. «σταφυλῑνος [[ἄγριος]]»<br /><b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[βρυωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταφυλή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κορακ</i>-<i>ῖνος</i>, <i>κυπρ</i>-<i>ῖνος</i>)].
|mltxt=ο / σταφυλῖνος, ΝΜΑ<br />[[γένος]] σαρκοφάγων ή σαπροφάγων κολεόπτερων εντόμων, που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σταφυλινίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] είδους καρότου (α. «σταφυλῖνος [[κηπευτός]]», <b>Διοσκ.</b><br />β. «σταφυλῖνος [[ἄγριος]]»<br /><b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[βρυωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταφυλή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖνος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κορακῖνος]], [[κυπρῖνος]])].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σταφυλῖνος -ου, ὁ [σταφυλή] wortel (groente).
|elnltext=σταφυλῖνος -ου, ὁ [σταφυλή] [[wortel]] (groente).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''στᾰφῠλῖνος:''' [[varia lectio|v.l.]] [[σταφύλινος]] ὁ стафилин (предполож. нарывник - Meloe, насекомое, близкое к шпанской мушке) Arst.
|elrutext='''στᾰφῠλῖνος:''' [[varia lectio|v.l.]] [[σταφύλινος]] ὁ стафилин (предполож. нарывник - Meloe, насекомое, близкое к шпанской мушке) Arst.
}}
}}

Revision as of 13:25, 15 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰφῠλῖνος Medium diacritics: σταφυλῖνος Low diacritics: σταφυλίνος Capitals: ΣΤΑΦΥΛΙΝΟΣ
Transliteration A: staphylînos Transliteration B: staphylinos Transliteration C: stafylinos Beta Code: stafuli=nos

English (LSJ)

ὁ, and (in Numen. ap. Ath.9.371c) ἡ,
A carrot, Hp.Steril. 242, Nic.Fr.71; σταφυλῖνος κηπευτός, cultivated carrot, Daucus carota, Dsc. 3.52; σταφυλῖνος ἄγριος, wild carrot, Daucus guttatus, ibid.; σταφυλῖνος χλωρός Aët. 12.42.
2 = βρυωνία, Crateuas ap.Sch.Nic.Th.858.
II σταφυλῖνος, ὁ, an insect, about the size of the σφονδύλη (perhaps the Meloë), Arist. HA604b18, Hippiatr.119, Hsch.

German (Pape)

[Seite 931] ὁ u. ἡ, der Pastinak, Diosc.; ἀγριάς, Numen. bei Ath. 371 c; – ὁ στ., ein Insekt, von der Größe der σπονδύλη, Arist. H. A. 8, 24.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰφῠλῖνος: ὁ, καὶ (Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 371C) ἡ, εἶδος δαυκίου ἢ ἴσως κοκκινογουλίου, Ἱππ. 686. 37, Νίκ. παρ’ Ἀθην. ἔνθ’ ἀνωτ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 5. 2) = βρυωνία, ἀμφίβ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 858. ΙΙ. σταφυλῖνος, ὁ, ἔντομον ἔχον περίπου τὸ μέγεθος τῆς σφονδύλης (ὁ Sundev. νομίζει ὅτι εἶναι ἡ Meloë), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 6, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο / σταφυλῖνος, ΝΜΑ
γένος σαρκοφάγων ή σαπροφάγων κολεόπτερων εντόμων, που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σταφυλινίδες
αρχ.
1. ονομασία είδους καρότου (α. «σταφυλῖνος κηπευτός», Διοσκ.
β. «σταφυλῖνος ἄγριος»
Διοσκ.)
2. το φυτό βρυωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + κατάλ. -ῖνος (πρβλ. κορακῖνος, κυπρῖνος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταφυλῖνος -ου, ὁ [σταφυλή] wortel (groente).

Russian (Dvoretsky)

στᾰφῠλῖνος: v.l. σταφύλινος ὁ стафилин (предполож. нарывник - Meloe, насекомое, близкое к шпанской мушке) Arst.