κλισμός: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλισμός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] αναπαυτικού καθίσματος, [[ανάκλιντρο]] («χρυσέοισιν ἐπὶ | |mltxt=[[κλισμός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] αναπαυτικού καθίσματος, [[ανάκλιντρο]] («χρυσέοισιν ἐπὶ κλισμοῖσι καθῑζον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατηφοριά]], [[κλίση]] εδάφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>. Το -<i>σ</i>- από [[επίδραση]] τών [[κλίσις]], [[κλισία]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:40, 18 June 2022
English (LSJ)
ὁ (fem. only in Theoc.15.85), (κλίνω) A couch, κλισμούς τε θρόνους τε Od.1.145; χρύσεοι κ. Il.8.436; κ. βασιλήϊος Thgn.1191, cf. Hp.Mul.2.149, E.Or.1440 (lyr.); κ. δίφροιο Arat.251. II inclination, slope, Arist.Col.792a22.
German (Pape)
[Seite 1455] ὁ (κλίνω), Lehnstuhl, Ruhebett, neben θρόνος, Od. 1, 145 u. öfter; von diesem vielleicht ursprünglich unterschieden, vgl. θρόνος u. Ath. V, 192 f; mit einer Fußbank versehen, Od. 4, 136; βασιλήϊος Theogn. 1191; Eur. Or. 1440; sp. D., wie Arat. 251. – Die Schreibart κλεισμός, Hesych., ist falsch.
Greek (Liddell-Scott)
κλισμός: ὁ, (κλίνω) ὡς τὸ κλισία ΙΙ, κλιντήρ, ἀνάκλιντρον, συχν. παρ’ Ὁμ., κλισμούς τε θρόνους τε Ὀδ. Α 145· κοσμεῖται διὰ χρυσοῦ, Ἰλ. Θ. 436· διὰ τάπητος, Ἰλ. Ι. 200· ἔχων ὑποπόδιον (θρῆνυς), Ὀδ. Δ. 136· κλ. βασιλήϊος Θέογν. 1191, πρβλ. Ἱππ. 657. 33, Εὐρ. Ὀρ. 1440· κλ. δίφροιο Ἄρατ. 251. ΙΙ. κλίσις, κατωφέρεια, Ἀριστ. π. Χρωμ. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
lit de repos, siège allongé.
Étymologie: κλίνω.
English (Autenrieth)
(κλίνω): reclining chair, easy-chair, Od. 1.145. (Cf. adjoining cut, or Nos. 105, 106.
Greek Monolingual
κλισμός, ὁ (Α)
1. είδος αναπαυτικού καθίσματος, ανάκλιντρο («χρυσέοισιν ἐπὶ κλισμοῖσι καθῑζον», Ομ. Ιλ.)
2. κατηφοριά, κλίση εδάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω + κατάλ. -μός. Το -σ- από επίδραση τών κλίσις, κλισία.
Greek Monotonic
κλισμός: ὁ (κλίνω), καναπές, ανάκλιντρο, σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλισμός -οῦ, ὁ [κλίνω] leunstoel.
Russian (Dvoretsky)
κλισμός: ὁ
1) седалище, стул (κλισμοί τε θρόνοι τε Hom.);
2) наклон, скат Arst.