ἀνεπαίσχυντος: Difference between revisions
ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree
m (Text replacement - " Cristo " to " Cristo ") |
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />irrépréhensible, qui n’a pas à rougir.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐπαισχύνομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />irrépréhensible, qui n’a pas à rougir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐπαισχύνομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 16:45, 14 August 2022
English (LSJ)
ον, A having no cause for shame, 2 Ep.Ti.2.15; μηδὲ -τον ἡγοῦ J.AJ 18.7.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπαίσχυντος: -ον, ὁ μὴ ἔχω αἰτίαν ἐφ’ ᾗ νὰ αἰσχύνηται, Ἐπιστ. π. Τιμ. Β΄, β΄, 15. ΙΙ. ἀναίσχυντος, - ἐπίρρ. -τως, ἀναισχύντως, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
irrépréhensible, qui n’a pas à rougir.
Étymologie: ἀ, ἐπαισχύνομαι.
Spanish (DGE)
-ον
I que no tiene de que avergonzarse ἐργάτης 2Ep.Ti.2.15, μηδὲ δευτερεύειν ἀνεπαίσχυντον ἡγοῦ I.AI 18.243, cf. Ath.Al.M.25.8B, Basil.M.31.1041A.
II adv. -ως
1 sin tener motivo de vergüenza e.d. debidamente καὶ διὰ γραμμάτων ἐμμαρτυρούμενοι ἀ. κηρύσσομεν Hippol.Haer.proem.8 (p.3.14)
•sin sentirse avergonzado περὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος ἀ. ... ἄγνοιαν ὁμολογεῖν Basil.M.29.668B.
2 sin deshonor de Cristo γεννηθεὶς διὰ γεννητικῶν πόρων ἀ., ἀχράντως Epiph.Const.Exp.Fid.15.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of a compound of ἐπί and αἰσχύνομαι; not ashamed, i.e. irreprehensible: that needeth not to be ashamed.
English (Thayer)
ἀνεπαίσχυντον (alpha privative and ἐπαισχύνω) (Vulg. inconfusibilis), hating no cause to be ashamed: Josephus, Antiquities 18,7, 1); unused in Greek writings (Winer's Grammar, 236 (221)).)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεπαίσχυντος, -ον) επαισχύνομαι
αυτός που δεν έχει λόγο να ντρέπεται
νεοελλ.
(πράξη) που δεν προκαλεί ντροπή
αρχ.
αναίσχυντος, αδιάντροπος.
Greek Monotonic
ἀνεπαίσχυντος: -ον (ἐπαισχύνομαι), αυτός που δεν έχει λόγο ντροπής, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπαίσχυντος: не имеющий повода стыдиться, т. е. безупречный (ἐργάτης NT).
Middle Liddell
ἐπαισχύνομαι
having no cause for shame, NTest.
Chinese
原文音譯:¢nepa⋯scuntoj 安-誒普-埃士刑拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-在上-卑鄙
字義溯源:不羞恥的,意即:無愧的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἐπί)*=在)及(αἰσχύνομαι)=感覺羞恥)組成;其中 (αἰσχύνομαι)出自(αἰσθητήριον)Y*=毀容)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 無愧的(1) 提後2:15