δαιτυμών: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαιτυμών]] (-όνος), ο (AM)<br />όποιος παρακάθεται σε [[γεύμα]], ο [[ομοτράπεζος]]<br /><b>μσν.</b><br />(για πνευματική [[τροφή]]) όποιος γεύεται, όποιος απολαμβάνει [[κάτι]] («οἱ δαιτυμόνες τῆς θεοῡ τροφῆς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος φέρνει [[μαζί]] του σε κοινό [[γεύμα]] το δικό του [[φαγητό]]<br /><b>2.</b> ο τρεφόμενος με [[κάτι]], αυτός που τρώγει [[κάτι]] (για τον Κύκλωπα), «τοῦ ξένων δαιτυμόνος» — αυτός που τρέφεται με τις σάρκες τών ξένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαιτύς]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>μων</i>].
|mltxt=[[δαιτυμών]] (-όνος), ο (AM)<br />όποιος παρακάθεται σε [[γεύμα]], ο [[ομοτράπεζος]]<br /><b>μσν.</b><br />(για πνευματική [[τροφή]]) όποιος γεύεται, όποιος απολαμβάνει [[κάτι]] («οἱ δαιτυμόνες τῆς θεοῦ τροφῆς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος φέρνει [[μαζί]] του σε κοινό [[γεύμα]] το δικό του [[φαγητό]]<br /><b>2.</b> ο τρεφόμενος με [[κάτι]], αυτός που τρώγει [[κάτι]] (για τον Κύκλωπα), «τοῦ ξένων δαιτυμόνος» — αυτός που τρέφεται με τις σάρκες τών ξένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαιτύς]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>μων</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:55, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιτῠμών Medium diacritics: δαιτυμών Low diacritics: δαιτυμών Capitals: ΔΑΙΤΥΜΩΝ
Transliteration A: daitymṓn Transliteration B: daitymōn Transliteration C: daitymon Beta Code: daitumw/n

English (LSJ)

όνος, ὁ, (δαίς) one that is entertained, guest, (but in Od.4.621 of those who bring each his portion) Hom. only in plural, Od.7.102, 148, al, cf. Hdt. 1.73, etc.: in sg., Pl.R.345c, Arist.Pol.1282a22.

German (Pape)

[Seite 516] όνος, ὁ, der Schmausende, der Tischgenosse, der Gast; ἀνδρῶν δαιτυμόνων Hom. Odyss. 15, 467, ἀνδράσι δαιτυμόνεσσιν 22, 12; ohne ἀνήρ Odyss. 7, 102. 148. 8, 66. 473. 9, 7. 17, 605. In der unächten Stelle Odyss. 4, 621 nahmen Einige δαιτυμόνες = Köche, s. Scholl. und vgl. Wolf. Prolegg. p. 131 Spohn De extrema parte Odyss. p. 9 Nitzsch Anm. zu der Stelle. – Her. 1, 73. 119, öfter; Eur. Cycl. 605; comici; Plat. Rep. I, 345 c u. Sp., wie Luc. Parasit. 10; Sp. Dichter auch von Thieren, s. Lehrs Aristarch. p. 165.

Greek (Liddell-Scott)

δαιτῠμών: -όνος, ὁ, (δαὶς) ὁ ἑστιώμενος, ὁ εἰς τράπεζαν προσκεκλημένος καὶ ξενιζόμενος, Ὅμ. μόνον κατὰ πληθ., Ὀδ. Η. 102, 148, κτλ.· οὕτως Ἡρόδ. 1. 73, κτλ.· - ἐν Ὀδ. Δ. 620 οἱ δαιτυμόνες εἰσὶν ἐρανισταί, ἤτοι σύνδειπνοι φέροντες ἕκαστος τὸ ἑαυτοῦ μερίδιον, ἴδε Nitzsch ἐν τόπῳ· ὁ Wolf, Προλεγ. σ. CXXXI, θεωρεῖ τοὺς στίχους 621-624 ὡς παρεμβλήτους· - καθ’ ἑνικ., Πλάτ. Πολιτ. 345C, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 14· τοῦ ξένων δαιτυμόνος, τοῦ τρεφομένου ἐκ τῶν (σαρκῶν τῶν) ξένων, Εὐρ. Κύκλ. 610.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
hôte invité à un repas.
Étymologie: δαιτύς.

Greek Monolingual

δαιτυμών (-όνος), ο (AM)
όποιος παρακάθεται σε γεύμα, ο ομοτράπεζος
μσν.
(για πνευματική τροφή) όποιος γεύεται, όποιος απολαμβάνει κάτι («οἱ δαιτυμόνες τῆς θεοῦ τροφῆς»)
αρχ.
1. όποιος φέρνει μαζί του σε κοινό γεύμα το δικό του φαγητό
2. ο τρεφόμενος με κάτι, αυτός που τρώγει κάτι (για τον Κύκλωπα), «τοῦ ξένων δαιτυμόνος» — αυτός που τρέφεται με τις σάρκες τών ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαιτύς + (επίθημα) -μων].

Greek Monotonic

δαιτῠμών: -όνος, ὁ (δαίς), αυτός που ψυχαγωγείται, προσκεκλημένος επισκέπτης, συνδαιτημόνας, ομοτράπεζος, στον πληθ., σε Όμηρ., Ηρόδ.· στον ενικ., σε Πλάτ.· ὁ ξένων δαιτυμών, αυτός που τρέφεται από τη σάρκα των ξένων, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δαιτῠμών: όνος ὁ участник трапезы, сотрапезник, гость Hom., Her., Plat., Arst., Plut.: ὁ ξένων δ. Eur. пожиратель (своих) гостей, т. е. Полифем.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαιτυμών -όνος, ὁ [δαιτύς] gast, disgenoot.

Middle Liddell

δαίς
one that is entertained, an invited guest, in plural, Hom., Hdt.:—in sg., Plat.; ὁ ξένων δαιτυμών who makes his meal on strangers, Eur.