αἱμόρροος: Difference between revisions
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
mNo edit summary |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οος, [[αἱμόρροον]];<br /><i>att.</i> [[αἱμόρρους]], [[αἱμόρρους]], [[αἱμόρρουν]];<br />qui cause un flux de sang ; ὁ [[αἱμόρρους]] serpent | |btext=οος, [[αἱμόρροον]];<br /><i>att.</i> [[αἱμόρρους]], [[αἱμόρρους]], [[αἱμόρρουν]];<br />qui cause un flux de sang ; ὁ [[αἱμόρρους]] serpent d'Afrique dont la morsure cause des hémorragies.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]], [[ῥέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:15, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, contr. αἱμόρρους, αἱμόρρουν,
A flowing with blood, τρώματα Hp.Art.69; αἱμόρροοι φλέβες veins so large as to cause a haemorrhage if wounded, Id.Fract. 11, ubiv.Gal.
2 suffering from haemorrhoids, Hp.Epid.4.7.
II as substantive, a serpent, whose bite makes blood flow from all parts of the body, Philum.Ven.21, Nic.Th.282; cf. αἱμορροΐς III.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμόρροος: αἱμόρροον, συνῃρ. αἱμόρρους, αἱμόρρουν, ἐξ οὗ ῥέει αἷμα, τρώματα, Ἱππ. Ἄρθρ. 831· αἱμ. φλέβες = φλέβες τόσον μεγάλαι, ὥστε νὰ ὑπόκεινται εἰς αἱμορραγίαν τραυματιζόμεναι, ὁ αὐτ. Ἀγμ. 759, ἔνθα ἴδε Γαληνόν· ὁ ὑποφέρων ἐξ αἱμορραγίας, ὁ αὐτ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ὄφις τοῦ ὁποίου τὸ δῆγμα ἐνεργεῖ, ὥστε τὸ αἷμα νὰ ῥέῃ ἐκ πάντων τῶν μερῶν τοῦ σώματος, Διοσκ. ἰοβόλ. 30. Νικ. Θ. 282· πρβλ. αἱμορροΐς, ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
οος, αἱμόρροον;
att. αἱμόρρους, αἱμόρρους, αἱμόρρουν;
qui cause un flux de sang ; ὁ αἱμόρρους serpent d'Afrique dont la morsure cause des hémorragies.
Étymologie: αἷμα, ῥέω.
Spanish (DGE)
αἱμόρροον
• Alolema(s): át. contr. αἱμόρρους, αἱμόρρουν; αἱμόροος Nic.Th.318
I por el que fluye la sangre τρώματα Hp.Art.69, φλέψ Hp.Aff.29bis, Fract.11, Alcmaeo A 18, αἱ. ... φλέβας ὀνομάζει τὰς μεγάλας Gal.18(2).459
•fig. σταφύλης εὖ λακτισμένης αἱμορρόῳ pasaje corrompido, Hes.Fr.381.
II subst.
1 (οἱ) αἱμόρροοι = derrames de sangre, hemorragias Hp.Epid.4.7.
2 zool. cierta serpiente, hemorroo δάκος αἱ. Nic.Th.282, cf. 318, 321, Philum.Ven.21 tít., Ael.Prom.45.20, 55.15, Ael.NA 15.13.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱμόρροος, αἱμόρροον, contr. αἱμόρρους, αἱμόρρουν αἷμα, ῥέω met stromend bloed, bloedend; ook van zeer grote bloedvaten waar veel bloed doorheen stroomt; pregn. die last heeft van bloeduitstortingen. Hp. Epid. 4.7.