κατακαλέω: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - "([Α-Ωα-ωίϊίΐἶἶἴῖἰἱἵἰὶἱἸόὀὁόὅὍὄάἄἅᾳἀἁᾴὰάᾷέέἐἑἕἕἔύϋύΰὖῦῆἠἡἥἦἤἤἩῃήήῇώῳώῶῷὠὦὧὠᾠὤὥὡπῥσὑὐὕφΧψὸἂ...) |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατακᾰλέω:'''<br /><b class="num">1)</b> звать, вызывать (ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc.); med. звать к себе ([[Ἀθήναζε]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> звать обратно (τοὺς φεύγοντας Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> призывать (на помощь) (τοὺς θεούς Plut.). | |elrutext='''κατακᾰλέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[звать]], [[вызывать]] (ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc.); med. звать к себе ([[Ἀθήναζε]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> звать обратно (τοὺς φεύγοντας Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> призывать (на помощь) (τοὺς θεούς Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 09:50, 19 August 2022
English (LSJ)
A call down, Plu.Oth.18; but usually summon, ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Th.1.24; δοῦλοι -κεκλημένοι ἐπ' ἐλευθερίᾳ Str. 14.1.38:—Med., κ. Ἀθήναζε Plu.Sol.24; call upon for performance, BGU1185.25 (i B.C.). II call upon, invoke, τοὺς θεούς App.Pun. 81; κατακαλέσασθαι v.l. Isoc.10.61, cf. Plu.Them.13. 2 appeal to, τοὺς ἐπιδώσοντας SIG591.3 (Lampsacus, ii B.C.). III call back, recall, εἰς τὴν Μακεδονίαν Plb.25.3.1, cf. Oenom. ap. Eus.PE5.34.
German (Pape)
[Seite 1351] (s. καλέω), herunter-, herbeirufen; ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc. 1, 24; δούλους ἐπ' ἐλευθερίᾳ κατακεκλημένους Strab. XIV, 646; – zurückrufen, τοὺς φεύγοντας Pol. 26, 5, 1 u. Sp.; – anrufen, τοὺς θεούς Plut. Them. 13, im med.; App. Pun. 81.
Greek (Liddell-Scott)
κατακᾰλέω: μέλλ. -έσω, καλῷ κάτω, προσκαλῶ, ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθεὶς Θουκ. 1. 24· κ. δούλους ἐπ’ ἐλευθερίᾳ Στράβ. 646.- Μέσ., κ. Ἀθήναζε Πλουτ. Σόλων 24. ΙΙ. ἐπικαλοῦμαι, τοὺς θεοὺς Ἀππ. Καρχηδ. 81· οὕτω, κατακαλέσασθαι, διαφ. γραφ., Ἰσοκρ. 218C, πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 13. ΙΙΙ. καλῶ ὀπίσω, ἀνακαλῶ, τοὺς φεύγοντας ἐκ τῆς ἐξορίας Πολύβ. 26. 5, 1, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 232Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 appeler, convoquer, acc.;
2 rappeler (d’exil, etc.) acc.;
Moy. κατακαλέομαι, κατακαλοῦμαι;
1 appeler, mander;
2 invoquer.
Étymologie: κατά, καλέω.
Greek Monotonic
κατακᾰλέω: μέλ. -έσω, καλώ κάτω, συγκαλώ, προσκαλώ, σε Θουκ. — Μέσ., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
κατακᾰλέω:
1) звать, вызывать (ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς Thuc.); med. звать к себе (Ἀθήναζε Plut.);
2) звать обратно (τοὺς φεύγοντας Polyb.);
3) призывать (на помощь) (τοὺς θεούς Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-καλέω ontbieden, uitnodigen:; ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληθείς uit zijn moederstad ontboden Thuc. 1.24.2; ook med.: κ. Ἀθήναζε naar Athene ontbieden Plut. Sol. 24.4. aanroepen (van goden).