ἀστασίαστος: Difference between revisions

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no afectado por las discordias]], [[libre de discordias]] de pers. o comunidades Ἀττική Th.1.2, οἱ σύμμαχοι Lys.2.55, ἡ ἀγέλη τῶν φυλάκων Pl.<i>R</i>.459e, οἱ πολίται Pl.<i>Euthd</i>.292b, τὰ τῶν ἀνθρώπων [[γένη]] Pl.<i>Lg</i>.713e, τοσαῦτα πλήθη Plb.11.19.3, [[Ἑλλάς]] D.Chr.12.74, cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1006.32 (II a.C.), c. gen. πόλις ... ἀ. ἐμφυλίου βλάβης Lyd.<i>Mag</i>.1.50<br /><b class="num">•</b>de abstr. καλλίστη ... ἀστασιαστοτάτη μεῖξις καὶ κρᾶσις Pl.<i>Phlb</i>.63e, [[βίος]] Eus.Mynd.26<br /><b class="num">•</b>de formas de gobierno ὅμως δὲ ἀσφαλεστέρα καὶ ἀ. μᾶλλον ἡ [[δημοκρατία]] τῆς ὀλιγαρχίας Arist.<i>Pol</i>.1302<sup>a</sup>9, ἡ κοινὴ πολιτεία Plb.6.48.3, ἔοικέ τε ἡ Ἐπικούρου διατριβὴ πολιτείᾳ τινὶ ἀληθεῖ, ἀστασιαστοτάτῃ Numen.24.34, cf. Them.<i>Or</i>.5.69c<br /><b class="num">•</b>neutr. compar. como adv. ὡς ... ἀστασιαστότερον διάγωσι D.C.52.30.8<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. sup. como adv. ἀστασιαστότατα οἰκεῖσθαι vivir con las menores disensiones posibles</i> Pl.<i>R</i>.520d.<br /><b class="num">2</b> [[que no es objeto de discordia]] νομή <i>SB</i> 5174.5 (VI d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin discordias]] πολιτεύειν ἀ. <i>IMSipylos</i> 1.40 (III a.C.), διαμένειν ἀ. D.S.17.54, φέρειν ἀ. Herm.<i>in Phdr</i>.186.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no afectado por las discordias]], [[libre de discordias]] de pers. o comunidades Ἀττική Th.1.2, οἱ σύμμαχοι Lys.2.55, ἡ ἀγέλη τῶν φυλάκων Pl.<i>R</i>.459e, οἱ πολίται Pl.<i>Euthd</i>.292b, τὰ τῶν ἀνθρώπων [[γένη]] Pl.<i>Lg</i>.713e, τοσαῦτα πλήθη Plb.11.19.3, [[Ἑλλάς]] D.Chr.12.74, cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1006.32 (II a.C.), c. gen. πόλις ... ἀ. ἐμφυλίου βλάβης Lyd.<i>Mag</i>.1.50<br /><b class="num">•</b>de abstr. καλλίστη ... ἀστασιαστοτάτη μεῖξις καὶ κρᾶσις Pl.<i>Phlb</i>.63e, [[βίος]] Eus.Mynd.26<br /><b class="num">•</b>de formas de gobierno ὅμως δὲ ἀσφαλεστέρα καὶ ἀ. μᾶλλον ἡ [[δημοκρατία]] τῆς ὀλιγαρχίας Arist.<i>Pol</i>.1302<sup>a</sup>9, ἡ κοινὴ πολιτεία Plb.6.48.3, ἔοικέ τε ἡ Ἐπικούρου διατριβὴ πολιτείᾳ τινὶ ἀληθεῖ, ἀστασιαστοτάτῃ Numen.24.34, cf. Them.<i>Or</i>.5.69c<br /><b class="num">•</b>neutr. compar. como adv. ὡς ... ἀστασιαστότερον διάγωσι D.C.52.30.8<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. sup. como adv. ἀστασιαστότατα οἰκεῖσθαι vivir con las menores disensiones posibles</i> Pl.<i>R</i>.520d.<br /><b class="num">2</b> [[que no es objeto de discordia]] νομή <i>SB</i> 5174.5 (VI d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀστασιάστως]] = [[sin discordias]] [[πολιτεύειν]] [[ἀστασιάστως]] <i>IMSipylos</i> 1.40 (III a.C.), διαμένειν ἀ. D.S.17.54, φέρειν ἀ. Herm.<i>in Phdr</i>.186.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:04, 9 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστᾰσίαστος Medium diacritics: ἀστασίαστος Low diacritics: αστασίαστος Capitals: ΑΣΤΑΣΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: astasíastos Transliteration B: astasiastos Transliteration C: astasiastos Beta Code: a)stasi/astos

English (LSJ)

[ῐ], ον, A not torn by faction, undisturbed by factions, calm, tranquil, not factious, that which cannot be referred to the theory of stating a case, Ἀττική Th.1.2; στρατός App.Hisp.72; βίος Eus.Mynd.26. 2 not liable to disturbance, νομή Sammelb.5174 (iv A. D.), etc. II of persons, free from faction or free from party-spirit, Lys.2.55, Pl.R.459e, etc.; of forms of government, Arist.Pol.1302a9. Adv. ἀστασιάστως = without partisan struggles, peacefully D.S.17.54, Herm. in Phdr.p.186A.: Comp., D.C.52.30: Sup. ἀστασιαστότατα Pl.R.520d.

German (Pape)

[Seite 374] nicht aufrührerisch, ruhig, παρέχειν τοὺς συμμάχους Lys. 2, 55. 33, 7; nicht durch Aufruhr beunruhigt, Thuc. 1, 2; Plat. u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστᾰσίαστος: -ον, ἐπὶ χώρας, ἡ μὴ διαταρασσομένη ὑπὸ στάσεων, τὴν Ἀττικήν… ἀστασίαστον οὖσαν ἄνθρωποι ᾤκουν οἱ αὐτοὶ ἀεὶ Θουκ. 1. 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ στασιάζων, ἥσυχος, ἀστασιάστους παρέχοντες τοὺς συμμάχους Λυσ. 195. 38., Πλάτ. Πολ. 459Ε, κτλ.· ἐπὶ πολιτευμάτων, Ἀριστ. Πολ. 5. 1, 15: - Ἐπίρρ. -τως, ἀταράχως καὶ ἀστασιάστως διαμένειν Διόδ. 17. 54 (ἀνθ’ οὗ παρὰ γραμμ. καὶ ἀστασιαστικῶς)· ὑπερθ. -ότατα, Πλάτ. Πολ. 520D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non troublé par des factions, calme, paisible;
2 étranger aux factions, non factieux.
Étymologie: ἀ, στασιάζω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no afectado por las discordias, libre de discordias de pers. o comunidades Ἀττική Th.1.2, οἱ σύμμαχοι Lys.2.55, ἡ ἀγέλη τῶν φυλάκων Pl.R.459e, οἱ πολίται Pl.Euthd.292b, τὰ τῶν ἀνθρώπων γένη Pl.Lg.713e, τοσαῦτα πλήθη Plb.11.19.3, Ἑλλάς D.Chr.12.74, cf. IG 22.1006.32 (II a.C.), c. gen. πόλις ... ἀ. ἐμφυλίου βλάβης Lyd.Mag.1.50
de abstr. καλλίστη ... ἀστασιαστοτάτη μεῖξις καὶ κρᾶσις Pl.Phlb.63e, βίος Eus.Mynd.26
de formas de gobierno ὅμως δὲ ἀσφαλεστέρα καὶ ἀ. μᾶλλον ἡ δημοκρατία τῆς ὀλιγαρχίας Arist.Pol.1302a9, ἡ κοινὴ πολιτεία Plb.6.48.3, ἔοικέ τε ἡ Ἐπικούρου διατριβὴ πολιτείᾳ τινὶ ἀληθεῖ, ἀστασιαστοτάτῃ Numen.24.34, cf. Them.Or.5.69c
neutr. compar. como adv. ὡς ... ἀστασιαστότερον διάγωσι D.C.52.30.8
neutr. plu. sup. como adv. ἀστασιαστότατα οἰκεῖσθαι vivir con las menores disensiones posibles Pl.R.520d.
2 que no es objeto de discordia νομή SB 5174.5 (VI d.C.).
II adv. ἀστασιάστως = sin discordias πολιτεύειν ἀστασιάστως IMSipylos 1.40 (III a.C.), διαμένειν ἀ. D.S.17.54, φέρειν ἀ. Herm.in Phdr.186.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀστασίαστος, -ον)
1. αυτός που δεν ταράζεται από στάσεις, ο ειρηνικός
2. εκείνος που δεν προκαλεί ή δεν επιτρέπει στάσεις ή εξεγέρσεις
νεοελλ.
όποιος γίνεται δεκτός χωρίς διαφωνίες των ειδικών («ερμηνεία αστασίαστη»)
αρχ.
ο νομοταγής.

Greek Monotonic

ἀστᾰσίαστος: -ον (στασιάζω), αυτός που δεν διαταράσσεται από στάσεις, διχόνοιες, σε Θουκ.· λέγεται για προσωπα, ελεύθερος από κομματικό πνεύμα, μη φατριαστικός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστᾰσίαστος:
1) не раздираемый междоусобиями, без междоусобий (γῆ Thuc.; πόλεις Arst.);
2) не склонный к восстаниям (σύμμαχοι Lys.; ἀγέλη τῶν φυλάκων Plat.).

Middle Liddell

στασιάζω
not disturbed by faction, Thuc.: of persons, free from party-spirit, not factious, Plat.

English (Woodhouse)

free from faction, undisturbed by faction

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)