λοφιά: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 , $3:") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λοφιά:''' эп.-ион. [[λοφιή]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[грива]] (ἵππου Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[щетина]] (sc. συός Hom.): φρίξας λοφιήν Hom. ощетинившись;<br /><b class="num">3)</b> [[спина]], [[хребет]] (sc. [[θηρός]] Anth.);<br /><b class="num">4)</b> спинной плавник (τῶν κητῶν Diod.);<br /><b class="num">5)</b> возвышение, холм: παρ᾽ ἄκραις λοφιαῖς Anth. на вершинах холмов. | |elrutext='''λοφιά:''' эп.-ион. [[λοφιή]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[грива]] (ἵππου Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[щетина]] (sc. συός Hom.): φρίξας λοφιήν Hom. ощетинившись;<br /><b class="num">3)</b> [[спина]], [[хребет]] (sc. [[θηρός]] Anth.);<br /><b class="num">4)</b> спинной плавник (τῶν κητῶν Diod.);<br /><b class="num">5)</b> [[возвышение]], [[холм]]: παρ᾽ ἄκραις λοφιαῖς Anth. на вершинах холмов. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[λοφιά]], ιονιξ -ιή, ἡ, [[λόφος]]<br /><b class="num">1.</b> the [[mane]] on the [[neck]] and [[back]] of [[certain]] animals, the [[mane]] of horses, the [[bristly]] [[back]] of boars and hyaenas, Od., Hdt.<br /><b class="num">2.</b> the [[back]]-fin of fishes, Anth. | |mdlsjtxt=[[λοφιά]], ιονιξ -ιή, ἡ, [[λόφος]]<br /><b class="num">1.</b> the [[mane]] on the [[neck]] and [[back]] of [[certain]] animals, the [[mane]] of horses, the [[bristly]] [[back]] of boars and hyaenas, Od., Hdt.<br /><b class="num">2.</b> the [[back]]-fin of fishes, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:45, 19 August 2022
English (LSJ)
Ion. λοφ-ῐή, ἡ, (λόφος) A mane or bristly ridge on the back of animals, mane of horses, bristly back of boars and hyenas (cf. Arist.PA658a30, HA 498b30, 579b16), φρίξας εὖ λοφιήν, of a wild boar, Od.19.446; ὀρθὰς ἐν λοφιῇ φρίσσει τρίχας ἀμφί τε δειρήν Hes.Sc.391; ἀντὶ λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα the mane served for a plume, Hdt.7.70, cf. 2.71. 2 backfin of dolphins and similar fishes, D.S.3.41, AP9.222 (Antiphil.), Philostr.Im.1.19. II = λόφος ΙΙ, ridge, LXX Jo.15.2, al., AP9.249 (Maec.).
Greek (Liddell-Scott)
λοφῐά: Ἰων. -ιή, ἡ, (λόφος) ἡ χαίτη ἢ ἡ τριχοφόρος ῥάχις τῶν χοίρων καὶ ὑαινῶν (πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 4, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2, 1, 19., 6. 32, 1), φρίξας εὖ λοφιήν, ἐπὶ ἀγρίου χοίρου, Ὀδ. Τ. 446· οὕτω, ὀρθὰς ἐν λοφιῇ φρίσσει τρίχας ἀμφί τε δειρὴν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 391· ἀντὶ λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα, ἡ χαίτη ἐχρησίμευεν ἀντὶ λόφου, Ἡρόδ. 7. 70, πρβλ. 2. 71. 2) τὸ ἐπὶ τοῦ πτερυγίου τῆς ῥάχεως τῶν δελφίνων καὶ ὁμοίων ἰχθύων, Διόδ. 3. 41, Φιλόστρ. 793, Ἀνθ. Π. 9. 222. ΙΙ. = λόφος, αὐτόθι 249, Ἑβδ. (Ἰησ. Ν. ΙΕ΄, 2, κ. ἀλλ.).
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
I. 1 cou garni d’une crinière, de longs poils, de soies;
2 p. ext. crinière, longs poils, soies;
3 p. anal. nageoires du dos d’un poisson;
4 dos d’un animal;
II. fig. colline.
Étymologie: λόφος.
Greek Monolingual
η (AM λοφιά, Α ιων. τ. λοφιή) λόφος
χαίτη ζώου ή οι τρίχες που βρίσκονται στη ράχη μερικών ζώων («ἡ δὲ ὕαινα... λοφιὰν ἔχει δι' ὅλης τῆς ράχεως», Αριστοτ.)
νεοελλ.
το λοφίο που βρίσκεται στο κεφάλι ορισμένων πτηνών
αρχ.
1. το πτερύγιο της ράχης τών δελφινιών και άλλων παρόμοιων ψαριών («κήτη... οὐ μέντοι λυποῦντα τοὺς ἀνθρώπους, ἐὰν μή τις ἀκουσίως αὐτῶν ταῖς λοφιαῑς περιπέσῃ», Διόδ.)
2. λόφος, ύψωμα.
Greek Monotonic
λοφιά: Ιων. λοφιή, ἡ (λόφος)·
1. όνομα του λαιμού και της πλάτης συγκεκριμένων ζώων, χαίτη των αλόγων, τριχωτή ράχη χοίρων και υαινών, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
2. πτερύγιο ράχης ψαριών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λοφιά: эп.-ион. λοφιή ἡ
1) грива (ἵππου Her.);
2) щетина (sc. συός Hom.): φρίξας λοφιήν Hom. ощетинившись;
3) спина, хребет (sc. θηρός Anth.);
4) спинной плавник (τῶν κητῶν Diod.);
5) возвышение, холм: παρ᾽ ἄκραις λοφιαῖς Anth. на вершинах холмов.
Middle Liddell
λοφιά, ιονιξ -ιή, ἡ, λόφος
1. the mane on the neck and back of certain animals, the mane of horses, the bristly back of boars and hyaenas, Od., Hdt.
2. the back-fin of fishes, Anth.