συνευπορέω: Difference between revisions
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=suneupore/w | |Beta Code=suneupore/w | ||
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[contribute]], c.acc., τριάκοντα μνᾶς ἐδεῖτό μου . . συνευπορῆσαι <span class="bibl">D.33.6</span>: abs., σ. ἐκ τῶν ἰδίων πρὸς τὴν κοινὴν σωτηρίαν <span class="bibl">Lycurg. 139</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. dat. pers. et gen. rei, [[contribute towards]], σ. τινὶ προικός <span class="bibl">Is.11.37</span>; <b class="b3">σ. ἐκείνῳ χρημάτων, αὐτῷ ἀναλωμάτων</b>, <span class="bibl">D.8.19</span>, <span class="bibl">59.72</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> generally, [[assist]], [[help]], τινι <span class="bibl">Din.1.58</span>; [[help in contriving]], σ. ὅπως ἂν . . <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>15</span>.</span> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[contribute]], c.acc., τριάκοντα μνᾶς ἐδεῖτό μου . . συνευπορῆσαι <span class="bibl">D.33.6</span>: abs., σ. ἐκ τῶν ἰδίων πρὸς τὴν κοινὴν σωτηρίαν <span class="bibl">Lycurg. 139</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. dat. pers. et gen. rei, [[contribute towards]], σ. τινὶ προικός <span class="bibl">Is.11.37</span>; <b class="b3">σ. ἐκείνῳ χρημάτων, αὐτῷ ἀναλωμάτων</b>, <span class="bibl">D.8.19</span>, <span class="bibl">59.72</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> generally, [[assist]], [[help]], τινι <span class="bibl">Din.1.58</span>; [[help in contriving]], σ. ὅπως ἂν . . <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>15</span>.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />aider de ses propres ressources.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εὐπορέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνευπορέω''': ἀπὸ κοινοῦ [[συνεισφέρω]] [[συμπαρέχω]], [[συμπορίζω]], μετ’ αἰτ., [[τριάκοντα]] μνᾶς ἐδεῖτό μου… συνευπορῆσαι Δημ. 894. 10· ἀπολ., σ. ἐκ τῶν ἰδίων πρὸς τὴν κοινὴν σωτηρίαν Λυκοῦργ. 167. 34. 2) μετὰ γεν. πράγμ., συνεργῶ ἢ βοηθῶ συνεισφέρων [[πρός]] τινα, σ. τινι προικὸς Ἰσαῖ. 87. 40· χρημάτων, ἀναλωμάτων Δημ. 94. 21., 1369. 18. 3) [[καθόλου]], βοηθῶ, συνεργῶ, τινι, Δείναρχ. 97. 32. ― ἀπὸ κοινοῦ ἐπιχειρῶ, προσπαθῶ, συνευπ. [[ὅπως]]… Πλουτ. Λυκοῦργ. 15. | |lstext='''συνευπορέω''': ἀπὸ κοινοῦ [[συνεισφέρω]] [[συμπαρέχω]], [[συμπορίζω]], μετ’ αἰτ., [[τριάκοντα]] μνᾶς ἐδεῖτό μου… συνευπορῆσαι Δημ. 894. 10· ἀπολ., σ. ἐκ τῶν ἰδίων πρὸς τὴν κοινὴν σωτηρίαν Λυκοῦργ. 167. 34. 2) μετὰ γεν. πράγμ., συνεργῶ ἢ βοηθῶ συνεισφέρων [[πρός]] τινα, σ. τινι προικὸς Ἰσαῖ. 87. 40· χρημάτων, ἀναλωμάτων Δημ. 94. 21., 1369. 18. 3) [[καθόλου]], βοηθῶ, συνεργῶ, τινι, Δείναρχ. 97. 32. ― ἀπὸ κοινοῦ ἐπιχειρῶ, προσπαθῶ, συνευπ. [[ὅπως]]… Πλουτ. Λυκοῦργ. 15. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:30, 2 October 2022
English (LSJ)
A contribute, c.acc., τριάκοντα μνᾶς ἐδεῖτό μου . . συνευπορῆσαι D.33.6: abs., σ. ἐκ τῶν ἰδίων πρὸς τὴν κοινὴν σωτηρίαν Lycurg. 139. 2 c. dat. pers. et gen. rei, contribute towards, σ. τινὶ προικός Is.11.37; σ. ἐκείνῳ χρημάτων, αὐτῷ ἀναλωμάτων, D.8.19, 59.72. 3 generally, assist, help, τινι Din.1.58; help in contriving, σ. ὅπως ἂν . . Plu.Lyc.15.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aider de ses propres ressources.
Étymologie: σύν, εὐπορέω.
Greek (Liddell-Scott)
συνευπορέω: ἀπὸ κοινοῦ συνεισφέρω συμπαρέχω, συμπορίζω, μετ’ αἰτ., τριάκοντα μνᾶς ἐδεῖτό μου… συνευπορῆσαι Δημ. 894. 10· ἀπολ., σ. ἐκ τῶν ἰδίων πρὸς τὴν κοινὴν σωτηρίαν Λυκοῦργ. 167. 34. 2) μετὰ γεν. πράγμ., συνεργῶ ἢ βοηθῶ συνεισφέρων πρός τινα, σ. τινι προικὸς Ἰσαῖ. 87. 40· χρημάτων, ἀναλωμάτων Δημ. 94. 21., 1369. 18. 3) καθόλου, βοηθῶ, συνεργῶ, τινι, Δείναρχ. 97. 32. ― ἀπὸ κοινοῦ ἐπιχειρῶ, προσπαθῶ, συνευπ. ὅπως… Πλουτ. Λυκοῦργ. 15.
Greek Monotonic
συνευπορέω: μέλ. -ήσω,
1. συνεισφέρω από κοινού, παρέχω, προμηθεύω, χορηγώ μαζί με άλλους, σε Δημ.
2. με γεν. πράγμ., βοηθώ με τη συνεισφορά μου, συνεργώ προσφέροντας σε κάποιον, συνεπικουρώ, στον ίδ.
3. βοηθώ, συμβάλλω, συντελώ στην επίτευξη ενός πράγματος, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ευπορέω mede voorzien in, helpen met, met gen..; ἀναλωμάτων (het dekken van) de uitgaven Apollod. [Dem.] 59.72; helpen manieren te bedenken om, met ὅπως -bijzin. Plut. Lyc. 15.8.
Russian (Dvoretsky)
συνευπορέω:
1) давать в виде пособия, уделять для помощи (τινί τι Dem. и τινί τινος Isae., Dem.);
2) оказывать помощь, помогать Plut.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to help to contribute, Dem.
2. c. gen. rei, to assist by contributing towards, Dem.
3. to help in contriving, Plut.