χειμασία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action d’hiverner.<br />'''Étymologie:''' [[χεῖμα]].
|btext=ας (ἡ) :<br />action d'hiverner.<br />'''Étymologie:''' [[χεῖμα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:40, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμᾰσία Medium diacritics: χειμασία Low diacritics: χειμασία Capitals: ΧΕΙΜΑΣΙΑ
Transliteration A: cheimasía Transliteration B: cheimasia Transliteration C: cheimasia Beta Code: xeimasi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A passing the winter, wintering, φοιτῶσι ἐς χ. ἐς τοὺς τόπους τούτους Hdt.2.22. 2 winter quarters, Plb.2.54.14, al., D.S.19.37, App.BC2.52, Dura6434 (iii A. D.). II = χειμών, storm, Arist.Pr.940b15 (pl.), Thphr.Vent. 50 (pl.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1342] ἡ, ion. χειμασίη, das Durchwintern, der Aufenthalt während des Winters, Winterquartier; Her. 2, 22; Pol. 2, 54, 14 u. öfter. – Nach Hesych. = χειμών; vgl. Arist. probl. 26, 3.

Greek (Liddell-Scott)

χειμᾰσία: Ἰον. -ίη, ἡ, τὸ διέρχεσθαι τὸν χειμῶνα, διαχειμάζειν, φοιτέειν ἐς χ. τοὺς τόπους τούτους Ἡρόδ. 2. 22. 2) τόπος πρὸς παραχειμασίαν, χειμερινὴ κατοικίαδιαμονή, χειμάδιον, Πολύβ. 2. 54, 14, κ. ἀλλ., Διόδ. ΙΙ. = χειμών, τρικυμία, καταιγίς, θύελλα, Ἀριστ. Προβλ. 26. 3, Θεοφρ. Ἀποσπ. 5. 50. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «χειμασία· ζάλη, ταραχή».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action d'hiverner.
Étymologie: χεῖμα.

Greek Monolingual

και ιων. τ. χειμασίη, ἡ, Α χειμάζω
1. διαχείμαση
2. τόπος κατάλληλος για διαχείμαση, χειμάδι
3. σφοδρή κακοκαιρία
4. (κατά τον Ησύχ.) «ζάλη, ταραχή».

Greek Monotonic

χειμᾰσία: Ιων. -ίη, ἡ, το πέρασμα του χειμώνα, ξεχειμώνιασμα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

χειμᾰσία: ион. χειμᾰσίη ἡ
1) зимовка Her.;
2) зимовье, зимние квартиры Polyb., Diod.;
3) непогода, буря (μετὰ τὰς χειμασίας πίπτει τὰ πνεύματα Arst.).

Middle Liddell

χειμᾰσία, ἡ,
a passing the winter, wintering, Hdt.