προωθέω: Difference between revisions
ἀξιοπιστόστερα εἰσί τραύματα φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ → faithful are the wounds of a friend; but the kisses of an enemy are deceitful
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0801.png Seite 801]] (s. [[ὠθέω]]), vorwärts oder nach vorn stoßen, Plat. Phaed. 84 d u. Folgde; ἐπὶ τὸ πολὺ προωθεῖται ὁ χοῦς, Pol. 4, 41, 3; Luc. pro laps. 16; – auch ein Fechterausdruck; [[πρώσας]] = προώσας Strat. 48 (XII, 206), wie Luc. Asin. 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0801.png Seite 801]] (s. [[ὠθέω]]), vorwärts oder nach vorn stoßen, Plat. Phaed. 84 d u. Folgde; ἐπὶ τὸ πολὺ προωθεῖται ὁ χοῦς, Pol. 4, 41, 3; Luc. pro laps. 16; – auch ein Fechterausdruck; [[πρώσας]] = προώσας Strat. 48 (XII, 206), wie Luc. Asin. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> προωθήσω <i>et</i> προώσω ; <i>ao.</i> προέωσα;<br />pousser en avant ; faire avancer, pousser.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὠθέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προωθέω''': μέλλ. -ωθήσω, καὶ -ώσω· ἀόρ. προέωσα, συνῃρ. μετοχ. [[πρώσας]] Ἀνθ. Π. 12. 206, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 9. 10. Ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, «σπρώχνω» ἢ [[ἐπείγω]], «[[βιάζω]]», Πλάτ. Φαίδων 84D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 1, κ. ἀλλ.· βιαίως πρ. τινὰ ἐπί τι Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 450C· πρ. αὐτόν, ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐφορμῶ, Ξεν. Κυν. 10, 10. ΙΙ. ἀπωθῶ, ὠθῶ [[μακράν]], ὅρος [[παλαιστικός]], Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''προωθέω''': μέλλ. -ωθήσω, καὶ -ώσω· ἀόρ. προέωσα, συνῃρ. μετοχ. [[πρώσας]] Ἀνθ. Π. 12. 206, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 9. 10. Ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, «σπρώχνω» ἢ [[ἐπείγω]], «[[βιάζω]]», Πλάτ. Φαίδων 84D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 1, κ. ἀλλ.· βιαίως πρ. τινὰ ἐπί τι Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 450C· πρ. αὐτόν, ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐφορμῶ, Ξεν. Κυν. 10, 10. ΙΙ. ἀπωθῶ, ὠθῶ [[μακράν]], ὅρος [[παλαιστικός]], Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:41, 2 October 2022
English (LSJ)
aor. προέωσα, contr. part. A πρώσας Hp.Nat.Mul.3, AP12.206 (Strat.), Luc.Asin.9; imper. πρῶσον prob. in Hsch.:—push forward, propel, Pl.Phd.84d (metaph.), Arist.HA611b32, al., Agatharch. 5, PPetr.2p.59 (iii B.C.); βιαίως π. τινὰ ἐπί τι Chrysipp.Stoic.3.95; π. αὑτόν rush on, X.Cyn.10.10. 2 simply, push, ὀπίσω Hp.Mul.1.69, cf. 2.145, Herod.Med.in Rh.Mus.58.106 (Pass.), Antyll. ap. Orib. 46.27.6; κάτω Hp.Nat.Mul.l.c. II thrust forward, sens. obsc., Luc. l.c. III Pass., to be pushed forward, Thphr.HP3.6.2; τὸ στῆθος ἔξω προεωθεῖτο, in tetanus, Aristid.Or.49(25).17.
German (Pape)
[Seite 801] (s. ὠθέω), vorwärts oder nach vorn stoßen, Plat. Phaed. 84 d u. Folgde; ἐπὶ τὸ πολὺ προωθεῖται ὁ χοῦς, Pol. 4, 41, 3; Luc. pro laps. 16; – auch ein Fechterausdruck; πρώσας = προώσας Strat. 48 (XII, 206), wie Luc. Asin. 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. προωθήσω et προώσω ; ao. προέωσα;
pousser en avant ; faire avancer, pousser.
Étymologie: πρό, ὠθέω.
Greek (Liddell-Scott)
προωθέω: μέλλ. -ωθήσω, καὶ -ώσω· ἀόρ. προέωσα, συνῃρ. μετοχ. πρώσας Ἀνθ. Π. 12. 206, Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 9. 10. Ὠθῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, «σπρώχνω» ἢ ἐπείγω, «βιάζω», Πλάτ. Φαίδων 84D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 1, κ. ἀλλ.· βιαίως πρ. τινὰ ἐπί τι Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 450C· πρ. αὐτόν, ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐφορμῶ, Ξεν. Κυν. 10, 10. ΙΙ. ἀπωθῶ, ὠθῶ μακράν, ὅρος παλαιστικός, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monotonic
προωθέω: μέλ. -ωθήσω και -ώσω, αόρ. αʹ -έωσα, συνηρ. μτχ. πρώσας· σπρώχνω προς τα εμπρός, σπρώχνω ή πιέζω, σε Πλάτ.· προωθέω αὑτόν, εφορμώ, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προωθέω: (fut. προωθήσω и προωθώσω, aor. προέωσα; part. aor. προώσας - стяж. πρώσας)
1) толкать вперед, подталкивать, подвигать Luc., Anth.: προωθῶν αὑτόν Xen. устремившись, рванувшись;
2) побуждать, понуждать (τινα ἐπί τι и ποιεῖν τι Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ωθέω naar voren duwen.
Middle Liddell
fut. -ωθήσω fut. -ώσω aor1 -έωσα part. πρώσας
to push forward, push or urge on, Plat.; πρ. αὑτόν to rush on, Xen.