ὑδατώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht

Menander, Monostichoi, 516
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")
mNo edit summary
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑδᾰτώδης:''' (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> [[водянистый]] ([[ὑγρότης]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[сырой]], [[влажный]] ([[ἄνεμος]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[дождевой]] ([[νέφος]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[растекающийся]], [[тающий]]: [[κρύσταλλος]] οὐ [[βέβαιος]], ἀλλ᾽ ὑ. (ἦν) Thuc. лед был не прочен, а таял.
|elrutext='''ὑδᾰτώδης:''' (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> [[водянистый]] ([[ὑγρότης]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[сырой]], [[влажный]] ([[ἄνεμος]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[дождевой]] ([[νέφος]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[растекающийся]], [[тающий]]: [[κρύσταλλος]] οὐ [[βέβαιος]], ἀλλ᾽ ὑ. (ἦν) Thuc. лед был не прочен, а таял.
}}
{{trml
|trtx=Bulgarian: мокър, подгизнал; Dutch: [[waterig]]; Finnish: läpimärkä; French: [[aqueux]]; German: [[wässrig]]; Hindi: आबी; Italian: [[acquoso]], [[acqueo]], [[bagnato]], [[inzuppato]]; Japanese: 水っぽい; Kurdish Central Kurdish: ئاوی‎; Northern Kurdish: avî; Latvian: ūdeņains; Low German German Low German: wäterig; Malay: berair; Manx: ushtagh; Maori: toriwai, waiwai, haruwai, tōwahiwahi, tōwāwahi; Mopan Maya: jaʼ; Persian: آبکی‎; Portuguese: [[aquoso]]; Romanian: apătos, apos; Russian: [[водянистый]]; Spanish: [[acuoso]]; Swedish: våt, vattnig, blöt, sur
}}
}}

Revision as of 07:42, 17 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰτώδης Medium diacritics: ὑδατώδης Low diacritics: υδατώδης Capitals: ΥΔΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: hydatṓdēs Transliteration B: hydatōdēs Transliteration C: ydatodis Beta Code: u(datw/dhs

English (LSJ)

ες, A watery, οὖρον Hp.Prog.12, cf. Epid.1.26. ί, Sor.1.59, al.; opp. αἱματώδης, Arist.HA586a29; [ἄνεμος] ὑ. Id.Mete.364b21; [νέφος] -έστερον ib.377b6; of signs of the Zodiac, Vett.Val.6.4; ὑ. κρύσταλλος, of melting ice, wet, sloppy, Th.3.23; of taste, watery, insipid, Thphr.HP4.10.3. II full of water, φύλλα Id.CP2.19.2; σφαιρίον Id.HP3.7.5. 2 dropsical, Hp.Epid.6.7.4.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδατώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ὕδατι, ὑδαρής, «νερουλός», οὖρον Ἱππ. Προγν. 40, πρβλ. 986C· ἀντίθετον τῷ αἱματώδης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 7, 3· ὑγρός, ἄνεμος ὑδ. ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 6, 20· νέφος ὑδατωδέστερον αὐτόθι 3. 6, 2, κτλ.· ὑδ. κρύσταλλος, ἐπὶ πάγου τηκομένου, Θουκ. 3. 23. ΙΙ. πλήρης ὕδατος, φύλλα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 2· σφαιρίον ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 5. 2) ὑδρωπικός, Ἱππ. 1195Α, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui fond en eau.
Étymologie: ὕδωρ, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / ὑδατώδης, -ῶδες, ΝΜΑ
1. όμοιος με νερό, υδαρής, νερουλός
2. αυτός που αποτελείται από νερό, υγρός
νεοελλ.
1. αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το υδατώδες
βοτ. επιφανειακή απεκκριτική δομή του φύλλου τών φυτών, η οποία απορροφά νερό από το εσωτερικό του φύλλου και το αποθέτει στην εξωτερική επιφάνειά του, φαινόμενο γνωστό ως σταγονόρροια
αρχ.
1. γεμάτος νερό («τὰ μὲν χλωρά, τὰ δὲ ὑδατώδη καὶ ὑγρά», Θεόφρ.)
2. ο υδρωπικός
3. αυτός που έχει το χρώμα του νερού
4. (για έδεσμα) άνοστος
5. φρ. «ὑδατώδης κρύσταλλος» — πάγος που λειώνει, πολύ γλιστερός (Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος. Ως επιστημ. όρος της Νέας Ελληνικής, η λ. αποτελεί αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. hydathode].

Russian (Dvoretsky)

ὑδᾰτώδης: (ῠ)
1) водянистый (ὑγρότης Arst.);
2) сырой, влажный (ἄνεμος Arst.);
3) дождевой (νέφος Arst.);
4) растекающийся, тающий: κρύσταλλος οὐ βέβαιος, ἀλλ᾽ ὑ. (ἦν) Thuc. лед был не прочен, а таял.

Translations

Bulgarian: мокър, подгизнал; Dutch: waterig; Finnish: läpimärkä; French: aqueux; German: wässrig; Hindi: आबी; Italian: acquoso, acqueo, bagnato, inzuppato; Japanese: 水っぽい; Kurdish Central Kurdish: ئاوی‎; Northern Kurdish: avî; Latvian: ūdeņains; Low German German Low German: wäterig; Malay: berair; Manx: ushtagh; Maori: toriwai, waiwai, haruwai, tōwahiwahi, tōwāwahi; Mopan Maya: jaʼ; Persian: آبکی‎; Portuguese: aquoso; Romanian: apătos, apos; Russian: водянистый; Spanish: acuoso; Swedish: våt, vattnig, blöt, sur