δύσκλεια: Difference between revisions

From LSJ

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[mala fama]], [[deshonra]], [[ignominia]] δ. γυναικός Gorg.B 11.21, op. εὔκλεια X.<i>Cyn</i>.13.12, μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς ἐπὶ δυσκλείᾳ S.<i>Ai</i>.143, φιλεῖ γὰρ ἡ δ. ... νικᾶν ἐπ' αἰσχροῖς S.<i>Fr</i>.188, οἱ δ' ... δύσκλειαν ἐκτήσαντο καὶ ῥᾳθυμίαν E.<i>Med</i>.218, de Heracles, E.<i>HF</i> 1152, τῷ τ' Εὐρώτᾳ δ. E.<i>Tr</i>.133, δ. ... βαρβάρων λεχέων E.<i>Hel</i>.1506, δ. ἐς [[ἀεί]] E.<i>Or</i>.830, τὴν δύσκλειαν [[αὐτοῦ]] ἀφανίσαι Th.3.58, cf. Plu.<i>Cat.Mi</i>.73, op. κλέος τε καὶ ἔπαινος Pl.<i>Lg</i>.663a, ἐν σκότει καὶ πολλῇ δυσκλείᾳ D.60.24, οἱ δὲ ἀνδρογύνων ... δύσκλειαν οἴσονται Ph.1.183, δυσκλείας γέμοντα βίον Ph.1.489, τὴν προσπεσοῦσαν δύσκλειαν ... τῷ στρατῷ I.<i>AI</i> 5.360, cf. Vett.Val.389.17, ἡ δ. ἡ ἐν αὐτῷ ... συμβᾶσα D.C.62.23.2, δ.· ἡ [[ἀδοξία]] <i>Anecd.Ludw</i>.16.7.
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[mala fama]], [[deshonra]], [[ignominia]] δ. γυναικός Gorg.B 11.21, op. [[εὔκλεια]] X.<i>Cyn</i>.13.12, μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς ἐπὶ δυσκλείᾳ S.<i>Ai</i>.143, φιλεῖ γὰρ ἡ δ. ... νικᾶν ἐπ' αἰσχροῖς S.<i>Fr</i>.188, οἱ δ' ... δύσκλειαν ἐκτήσαντο καὶ ῥᾳθυμίαν E.<i>Med</i>.218, de Heracles, E.<i>HF</i> 1152, τῷ τ' Εὐρώτᾳ δ. E.<i>Tr</i>.133, δ. ... βαρβάρων λεχέων E.<i>Hel</i>.1506, δ. ἐς [[ἀεί]] E.<i>Or</i>.830, τὴν δύσκλειαν [[αὐτοῦ]] ἀφανίσαι Th.3.58, cf. Plu.<i>Cat.Mi</i>.73, op. [[κλέος τε καὶ ἔπαινος]] Pl.<i>Lg</i>.663a, ἐν σκότει καὶ πολλῇ δυσκλείᾳ D.60.24, οἱ δὲ ἀνδρογύνων ... δύσκλειαν οἴσονται Ph.1.183, δυσκλείας γέμοντα βίον Ph.1.489, τὴν προσπεσοῦσαν δύσκλειαν ... τῷ στρατῷ I.<i>AI</i> 5.360, cf. Vett.Val.389.17, ἡ δ. ἡ ἐν αὐτῷ ... συμβᾶσα D.C.62.23.2, δ.· ἡ [[ἀδοξία]] <i>Anecd.Ludw</i>.16.7.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:32, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσκλεια Medium diacritics: δύσκλεια Low diacritics: δύσκλεια Capitals: ΔΥΣΚΛΕΙΑ
Transliteration A: dýskleia Transliteration B: dyskleia Transliteration C: dyskleia Beta Code: du/skleia

English (LSJ)

ἡ, A ill-fame, infamy, S.Fr.188, E.Med.218, Th.3.58, Pl.Lg.663a, etc.; ἐπὶ δυσκλείᾳ tending to disgrace them, S.Aj.143 (anap.). II ingloriousness, D.60.24.

German (Pape)

[Seite 682] ἡ, übler Ruf, a) böses Gerücht, Soph. Ai. 143, Schol. κακὴ φήμη. – b) Schande; Eur. Med. 218; Plat. Legg. II, 663 a u. Sp., wie Plut. Cat. min. 73. – c) Unberühmtheit, neben σκότος Dem. 60, 24.

Greek (Liddell-Scott)

δύσκλεια: ἡ, κακὴ φήμη, δυσφημία, καταισχύνη, Σοφ. Ἀποσπ. 196, Εὐρ. Μηδ. 218, Θουκ. 3. 58, Πλάτ. Νόμ. 653Α· ἐπὶ δυσκλείᾳ, πρὸς καταισχύνην, Σοφ. Αἴ. 143. ΙΙ. ἀδοξία, Δημ. 1396. 18.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 mauvaise réputation ; ignominie;
2 mauvais bruit.
Étymologie: δυσκλεής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
mala fama, deshonra, ignominia δ. γυναικός Gorg.B 11.21, op. εὔκλεια X.Cyn.13.12, μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς ἐπὶ δυσκλείᾳ S.Ai.143, φιλεῖ γὰρ ἡ δ. ... νικᾶν ἐπ' αἰσχροῖς S.Fr.188, οἱ δ' ... δύσκλειαν ἐκτήσαντο καὶ ῥᾳθυμίαν E.Med.218, de Heracles, E.HF 1152, τῷ τ' Εὐρώτᾳ δ. E.Tr.133, δ. ... βαρβάρων λεχέων E.Hel.1506, δ. ἐς ἀεί E.Or.830, τὴν δύσκλειαν αὐτοῦ ἀφανίσαι Th.3.58, cf. Plu.Cat.Mi.73, op. κλέος τε καὶ ἔπαινος Pl.Lg.663a, ἐν σκότει καὶ πολλῇ δυσκλείᾳ D.60.24, οἱ δὲ ἀνδρογύνων ... δύσκλειαν οἴσονται Ph.1.183, δυσκλείας γέμοντα βίον Ph.1.489, τὴν προσπεσοῦσαν δύσκλειαν ... τῷ στρατῷ I.AI 5.360, cf. Vett.Val.389.17, ἡ δ. ἡ ἐν αὐτῷ ... συμβᾶσα D.C.62.23.2, δ.· ἡ ἀδοξία Anecd.Ludw.16.7.

Greek Monolingual

δύσκλεια, η (Α)
1. κακή φήμη
2. καταισχύνη
3. αδοξία.

Greek Monotonic

δύσκλεια: ἡ, κακή φήμη, υπόληψη, δυσφημία, καταισχύνη, σε Ευρ., Θουκ.· ἐπὶ δυσκλείᾳ, ρέποντας προς την καταισχύνη, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δύσκλεια:
1) отсутствие славы, безвестность Dem.;
2) дурная слава Soph.;
3) бесславие, позор Eur., Thuc., Plat., Plut.

Middle Liddell

δύσκλεια, ἡ, [from δυσκλεής
ill-fame, an ill name, infamy, Eur., Thuc.; ἐπὶ δυσκλείᾳ tending to disgrace him, Soph.

English (Woodhouse)

disgrace, dishonour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)