δυσπενθής: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[δυσπενθής]] | |sltr=[[δυσπενθής]] [[grievous]], [[bitter]] ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος (P. 11.18) δυσπενθέι σὺν καμάτῳ (P. 12.10) | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:30, 3 September 2022
English (LSJ)
ές, A bringing sore affliction, direful, κάματος Pi.P.12.10; δόλος ib. 11.18; θαλάμοιο… δυσπενθέα κόσμον Epigr.Gr.431 (Antioch); Ἀΐδας IPE2.286.5 (Panticapaeum). 2 bitterly lamented, of the dead, Opp.H.4.261.
German (Pape)
[Seite 686] ές, 1) sehr trauernd, sehr traurig; κάματος Pind. P. 12, 10; vgl. App. Anth. 260. – 2) sehr betrauert, δόλος Pind. P. 11, 18.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπενθής: -ές, ἐπιφέρων βαρὺ πένθος, βαρείαν θλίψιν, σκληρός, κάματος Πίνδ. Π. 12. 18· δόλος αὐτόθι 11. 28· θαλάμοιο… δυσπενθέα κόσμον Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 431· Ἀΐδας αὐτόθι 250.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui cause une grande douleur, pénible;
2 vivement regretté.
Étymologie: δυσ-, πενθέω.
English (Slater)
δυσπενθής grievous, bitter ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος (P. 11.18) δυσπενθέι σὺν καμάτῳ (P. 12.10)
Spanish (DGE)
-ές
I 1de abstr. que causa profunda aflicción, cruel, funesto κάματος Pi.P.12.10, δόλος Pi.P.11.18, ἄλγος IG 12(8).441.15 (Tasos II/I a.C.), μοῖρα SEG 23.518 (Renea I a.C.), Ἀΐδας CIRB 124.5 (Panticapeo I a.C.), por meton. τύμβος IEphesos 1626.7 (I a.C.)
•funesto, ominoso del grito de los castores, Opp.H.1.398.
2 de pers. amargamente llorado τὼ Σκεδάσου ... δυσπενθέε κούρα Orác. en Paus.9.14.3, νεκρός Opp.H.4.261, cf. Orác. en IGR 4.1498B.11 (Cesarea Troqueta II d.C.), νυμφιδίου θαλάμοιο ... δυσπενθέα κόσμον GVI 704.1 (Antioquía de Siria I a.C.).
3 de pers. que llora amargamente μάτηρ δ., [τὸ φίλον τέκο] ς οὐκέθ' ὁρῶσα SEG 26.1331.13 (Ilion I d.C.).
II adv. -ῶς con profunda aflicción μετὰ δακρύων γινομένων δ. Sch.Pi.P.12.15M.
Greek Monolingual
δυσπενθής, -ές (Α)
αυτός που προκαλεί μεγάλο πένθος ή θλίψη.
Greek Monotonic
δυσπενθής: -ές, αυτός που φέρνει βαρύ πένθος, θλίψη, φοβερός, δυσοιώνος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
δυσπενθής: причиняющий страшные страдания, ужасный (κάματος Pind.).
Middle Liddell
δυσ-πενθής, ές
bringing sore affliction, direful, Pind.