μενεχάρμης: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0132.png Seite 132]] ὁ, = Folgdm; Αἰτωλοί Il. 9, 529; Sp., von einzelnen Helden.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0132.png Seite 132]] ὁ, = Folgdm; Αἰτωλοί Il. 9, 529; Sp., von einzelnen Helden.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui combat de pied ferme.<br />'''Étymologie:''' [[μένω]], [[χάρμη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μενεχάρμης''': -ου, ὁ, ([[χάρμη]]) καρτερικὸς ἐν ταῖς μάχαις, ἐπὶ ἡρώων, Ἰλ. Λ. 122, 303, κτλ.· ἐπὶ ἔθνους, Ι. 529· [[οὐδαμοῦ]] ἐν τῇ Ὀδ.· - [[ὡσαύτως]] μενέχαρμος, ον, Ἰλ. Ξ. 376. Διὰ παραβολῆς τοῦ [[μενεχάρμης]] πρὸς τὰς λέξεις [[μεναίχμης]], [[μενεπτόλεμος]] ἐπιβεβαιοῦται ἡ ἀνωτέρω δοθεῖσα [[σημασία]].
|lstext='''μενεχάρμης''': -ου, ὁ, ([[χάρμη]]) καρτερικὸς ἐν ταῖς μάχαις, ἐπὶ ἡρώων, Ἰλ. Λ. 122, 303, κτλ.· ἐπὶ ἔθνους, Ι. 529· [[οὐδαμοῦ]] ἐν τῇ Ὀδ.· - [[ὡσαύτως]] μενέχαρμος, ον, Ἰλ. Ξ. 376. Διὰ παραβολῆς τοῦ [[μενεχάρμης]] πρὸς τὰς λέξεις [[μεναίχμης]], [[μενεπτόλεμος]] ἐπιβεβαιοῦται ἡ ἀνωτέρω δοθεῖσα [[σημασία]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui combat de pied ferme.<br />'''Étymologie:''' [[μένω]], [[χάρμη]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 21:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενεχάρμης Medium diacritics: μενεχάρμης Low diacritics: μενεχάρμης Capitals: ΜΕΝΕΧΑΡΜΗΣ
Transliteration A: menechármēs Transliteration B: menecharmēs Transliteration C: menecharmis Beta Code: menexa/rmhs

English (LSJ)

ου, ὁ, (> χάρμη) = μενεφύλοπις (staunch in battle) (not in Od.), Il. 11.122, 303, al. ; Αἰτωλοί 9.529 ; — also μενέχαρμος, ον, 14.376.

German (Pape)

[Seite 132] ὁ, = Folgdm; Αἰτωλοί Il. 9, 529; Sp., von einzelnen Helden.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui combat de pied ferme.
Étymologie: μένω, χάρμη.

Greek (Liddell-Scott)

μενεχάρμης: -ου, ὁ, (χάρμη) καρτερικὸς ἐν ταῖς μάχαις, ἐπὶ ἡρώων, Ἰλ. Λ. 122, 303, κτλ.· ἐπὶ ἔθνους, Ι. 529· οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.· - ὡσαύτως μενέχαρμος, ον, Ἰλ. Ξ. 376. Διὰ παραβολῆς τοῦ μενεχάρμης πρὸς τὰς λέξεις μεναίχμης, μενεπτόλεμος ἐπιβεβαιοῦται ἡ ἀνωτέρω δοθεῖσα σημασία.

English (Autenrieth)

and μενέ-χαρμος (μένω, χάρμη): steadfast or stanch in battle. (Il.)

Greek Monolingual

μενεχάρμης, ὁ (Α)
μενεφύλοπις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + -χάρμης (< χάρμη «μάχη»), πρβλ. ιππιο-χάρμης].

Greek Monotonic

μενεχάρμης: -ου, ὁ (χάρμη), σταθερός στη μάχη, λέγεται για ήρωες, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, μενέχαρμος, -ον, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μενεχάρμης: непоколебимый в сражении, стойкий Hom.

Middle Liddell

μενε-χάρμης, ου, ὁ, χάρμη
staunch in battle, of heroes, Il.:—also μενέχαρμος, ον, Il.