πανέστιος: Difference between revisions
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=panestios | |Transliteration C=panestios | ||
|Beta Code=pane/stios | |Beta Code=pane/stios | ||
|Definition=ον, (ἑστία) | |Definition=ον, (ἑστία) [[with all the household]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>24</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:30, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, (ἑστία) with all the household, Plu.Sol.24.
German (Pape)
[Seite 459] mit dem ganzen Hause, Hausstande; αετοικιζόμενος Ἀθήναζε, Plut. Sol. 24; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνέστιος: -ον, (ἑστία) μετὰ πάσης τῆς οἰκογενείας, Πλουτ. Σόλων 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
avec toute la famille (propr. tout le foyer).
Étymologie: πᾶν, ἑστία.
Greek Monolingual
-ον, ΑΜ
αυτός που είναι με όλη την οικογένεια του, με όλο το νοικοκυριό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἑστία (πρβλ. ομο-έστιος)].
Greek Monotonic
πᾰνέστιος: -ον (ἑστία), αυτός που βρίσκεται με ολόκληρη την οικοσκευή, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανέστιος -ον [πᾶς, ἑστία] met het hele gezin.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνέστιος: со всем домом, со всеми домочадцами (μετοικίζεσθαι Ἀθήναζε Plut.).