Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκεπαστικός: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0892.png Seite 892]] = [[σκεπαστήριος]]; τινός, Arist. metaphys. 7, 2; Hippocr. im adv.; ὅπλα, Ath. V, 193 c; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0892.png Seite 892]] = [[σκεπαστήριος]]; τινός, Arist. metaphys. 7, 2; Hippocr. im adv.; ὅπλα, Ath. V, 193 c; Sp.
}}
{{elnl
|elnltext=σκεπαστικός -ή -όν [σκεπάζω] bedekkend, beschermend.
}}
{{elru
|elrutext='''σκεπαστικός:''' [[защищающий]], [[оберегающий]] (τὸ [[δέρμα]] Arst.): [[ἀγγεῖον]] σκεπαστικὸν χρημάτων Arst. хранилище вещей.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σκεπαστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σκεπάζω]]<br />[[κατάλληλος]] για [[σκέπασμα]], για [[κάλυψη]], [[καλυπτήριος]] («οὐδὲ... τούτοις εὐφυὲς τὸ [[δέρμα]] πρὸς χωριστὸν ἔχειν τὸ σκεπαστικὸν [[μόριον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκεπαστική [[αλοιφή]] [ἡ [[ουσία]]]»<br /><b>(φαρμ.)</b> [[αλοιφή]] ή [[σκόνη]] που χρησιμοποιείται για [[επικάλυψη]] τραύματος και προφύλαξή του από την [[επαφή]] του με τον αέρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που προστατεύει και υπερασπίζει κάποιον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκεπαστικῶς</i> Α<br />[[κατά]] τρόπο σκεπαστικό.
|mltxt=-ή, -ό / [[σκεπαστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σκεπάζω]]<br />[[κατάλληλος]] για [[σκέπασμα]], για [[κάλυψη]], [[καλυπτήριος]] («οὐδὲ... τούτοις εὐφυὲς τὸ [[δέρμα]] πρὸς χωριστὸν ἔχειν τὸ σκεπαστικὸν [[μόριον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σκεπαστική [[αλοιφή]] [ἡ [[ουσία]]]»<br /><b>(φαρμ.)</b> [[αλοιφή]] ή [[σκόνη]] που χρησιμοποιείται για [[επικάλυψη]] τραύματος και προφύλαξή του από την [[επαφή]] του με τον αέρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που προστατεύει και υπερασπίζει κάποιον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκεπαστικῶς</i> Α<br />[[κατά]] τρόπο σκεπαστικό.
}}
{{elru
|elrutext='''σκεπαστικός:''' [[защищающий]], [[оберегающий]] (τὸ [[δέρμα]] Arst.): [[ἀγγεῖον]] σκεπαστικὸν χρημάτων Arst. хранилище вещей.
}}
{{elnl
|elnltext=σκεπαστικός -ή -όν [σκεπάζω] bedekkend, beschermend.
}}
}}

Revision as of 11:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκεπαστικός Medium diacritics: σκεπαστικός Low diacritics: σκεπαστικός Capitals: ΣΚΕΠΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: skepastikós Transliteration B: skepastikos Transliteration C: skepastikos Beta Code: skepastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,= σκεπαστήριος, Arist.GA719b17; A ἀγγεῖον σ. σωμάτων Id.Metaph.1043a16; σ. ὅπλα Ath.5.193c. Adv. -κῶς Hp. Medic.4. 2 metaph., sheltering, BGU1185.8 (i B.C.), OGI665.40 (Egypt, i A.D.).

German (Pape)

[Seite 892] = σκεπαστήριος; τινός, Arist. metaphys. 7, 2; Hippocr. im adv.; ὅπλα, Ath. V, 193 c; Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκεπαστικός -ή -όν [σκεπάζω] bedekkend, beschermend.

Russian (Dvoretsky)

σκεπαστικός: защищающий, оберегающий (τὸ δέρμα Arst.): ἀγγεῖον σκεπαστικὸν χρημάτων Arst. хранилище вещей.

Greek (Liddell-Scott)

σκεπαστικός: -ή, -όν, = σκεπαστήριος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 12, 5· ἀγγεῖον σκ. σωμάτων ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 2, 8· σκ. ὅπλα· Ἀθήν. 193C. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱππ. 20. 10.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σκεπαστικός, -ή, -όν, ΝΑ σκεπάζω
κατάλληλος για σκέπασμα, για κάλυψη, καλυπτήριος («οὐδὲ... τούτοις εὐφυὲς τὸ δέρμα πρὸς χωριστὸν ἔχειν τὸ σκεπαστικὸν μόριον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «σκεπαστική αλοιφή [ἡ ουσία
(φαρμ.) αλοιφή ή σκόνη που χρησιμοποιείται για επικάλυψη τραύματος και προφύλαξή του από την επαφή του με τον αέρα
αρχ.
μτφ. αυτός που προστατεύει και υπερασπίζει κάποιον.
επίρρ...
σκεπαστικῶς Α
κατά τρόπο σκεπαστικό.