φυτός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1320.png Seite 1320]] adj. verb. von φύω, gewachsen, was wachsen kann; – auch akt., erzeugend, fruchtbar, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1320.png Seite 1320]] adj. verb. von φύω, gewachsen, was wachsen kann; – auch akt., erzeugend, fruchtbar, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> formé par la nature, naturel;<br /><b>2</b> qui engendre, fécond, fertile.<br />'''Étymologie:''' [[φύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φυτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ φύω, ἐπὶ ξυλίνου ἀγάλματος ἢ ξοάνου γενομένου ἐκ φύσεως [[ἄνευ]] τῆς ἀνθρωπίνης τέχνης, Πινδ. Π. 5. 55. [[ἔνθα]] ἴδε Böckh. II. [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]], [[πεδίον]] Ἑβδ (Ἰεζεκ. ΙΖ΄, 5).
|lstext='''φυτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ φύω, ἐπὶ ξυλίνου ἀγάλματος ἢ ξοάνου γενομένου ἐκ φύσεως [[ἄνευ]] τῆς ἀνθρωπίνης τέχνης, Πινδ. Π. 5. 55. [[ἔνθα]] ἴδε Böckh. II. [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]], [[πεδίον]] Ἑβδ (Ἰεζεκ. ΙΖ΄, 5).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> formé par la nature, naturel;<br /><b>2</b> qui engendre, fécond, fertile.<br />'''Étymologie:''' [[φύω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 11:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτός Medium diacritics: φυτός Low diacritics: φυτός Capitals: ΦΥΤΟΣ
Transliteration A: phytós Transliteration B: phytos Transliteration C: fytos Beta Code: futo/s

English (LSJ)

ή, όν, (φύω) of a wooden statue, A shaped by nature, without art, Pi.P.5.42; πύαλον . . φοιτήν (sic) SIG1231.8 (Bithynia, iii/iv A. D.). II fruitful, πεδίον LXXEz.17.5.

German (Pape)

[Seite 1320] adj. verb. von φύω, gewachsen, was wachsen kann; – auch akt., erzeugend, fruchtbar, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 formé par la nature, naturel;
2 qui engendre, fécond, fertile.
Étymologie: φύω.

Greek (Liddell-Scott)

φυτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ φύω, ἐπὶ ξυλίνου ἀγάλματος ἢ ξοάνου γενομένου ἐκ φύσεως ἄνευ τῆς ἀνθρωπίνης τέχνης, Πινδ. Π. 5. 55. ἔνθα ἴδε Böckh. II. καρποφόρος, γόνιμος, πεδίον Ἑβδ (Ἰεζεκ. ΙΖ΄, 5).

English (Slater)

φυτός, v. φυτόν, (P. 5.42)

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που μπορεί να βλαστήσει, να φυτρώσει
2. (ιδίως για ξόανο) αυτός που μπορεί να δημιουργηθεί από τη φύση, χωρίς την ανθρώπινη επενέργεια
3. (με ενεργ. σημ.) καρποφόρος, γόνιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φυτός έχει σχηματιστεί από θ. φῠ- του ρ. φύω, φύομαι με την κατάλ. -τός τών ρηματ. επιθ. και εμφανίζει βραχύ --, αντί του αναμενόμενου -- (πρβλ. αρχ. ινδ. bhūta-), αναλογικά προς τον ενεστ. φύω / φύομαι (βλ. και λ. φύω). Η λ. φυτός απαντά ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό σύνθ. (πρβλ. ἐλαιό-φυτος, νεό-φυτος), ενώ από το ουδ. έχει προέλθει το ουσ. φυτό(ν)].

Greek Monotonic

φῠτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φύω, σχηματισμένος από τη φύση, ανεπιτήδευτος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

φῠτός: созданный природой, естественный (ἀνδριάς Pind.). - см. тж. φυτόν.

Middle Liddell

φῠτός, ή, όν verb. adj. of φύω]
shaped by nature, without art, Pind.