νηλεόποινος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nileopoinos
|Transliteration C=nileopoinos
|Beta Code=nhleo/poinos
|Beta Code=nhleo/poinos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[punishing ruthlessly]], [[epithet]] of the [[Κῆρες]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>217</span>.</span>
|Definition=ον, [[punishing ruthlessly]], [[epithet]] of the [[Κῆρες]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>217</span>.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 05:10, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηλεόποινος Medium diacritics: νηλεόποινος Low diacritics: νηλεόποινος Capitals: ΝΗΛΕΟΠΟΙΝΟΣ
Transliteration A: nēleópoinos Transliteration B: nēleopoinos Transliteration C: nileopoinos Beta Code: nhleo/poinos

English (LSJ)

ον, punishing ruthlessly, epithet of the Κῆρες, Hes.Th.217.

Greek (Liddell-Scott)

νηλεόποινος: -ον, ὁ ἄνευ ἐλέους, ἀσπλάγχνως τιμωρῶν, ἐπίθετον τῶν Κηρῶν, Ἡσ. Θ. 217: μνημονεύεται ἐκ τῶν τοῦ Στοβ. Ἐκλογ. 2. 9, ἠλεόποινοι, αἱ τιμωροῦσαι τὴν μωρίαν, καὶ ὁμοία διάφ. γραφ. ἀπαντᾷ ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1362: ὁ Ruhnk. προτιμᾷ τὴν γραφὴν νηλιτόποινος, ὁ τιμωρῶν τὸν ἔνοχον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui châtie sans pitié.
Étymologie: νηλεής, ποινή.

Greek Monolingual

νηλεόποινος, -ον (Α)
(επίθ. για τις Κῆρες, αδελφές του Θανάτου, κόρες της Νυκτός) αυτός που τιμωρεί χωρίς έλεος, σκληρά, άσπλαχνα («καὶ Μοίρας και Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηλεής «άσπλαχνος» + -ποινος (< ποινή), πρβλ. νή-ποινος, υστερό-ποινος].

Greek Monotonic

νηλεόποινος: -ον (ποινή), αυτός που τιμωρεί χωρίς οίκτο, που τιμωρεί χωρίς έλεος, επίθ. των Κηρών, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

νηλεόποινος: безжалостно карающий (Κῆρες Hes.).

Middle Liddell

νηλεό-ποινος, ον, ποινή
punishing without pity, ruthlessly punishing, Hes.