ὑπερίημι: Difference between revisions
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1197.png Seite 1197]] (s. [[ἵημι]]), weiter, darüber hinauswerfen, [[οὔτις]] Φαιήκων τόν γ' ἵξεται οὐδ' ὑπερήσει, Od. >8, 198. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1197.png Seite 1197]] (s. [[ἵημι]]), weiter, darüber hinauswerfen, [[οὔτις]] Φαιήκων τόν γ' ἵξεται οὐδ' ὑπερήσει, Od. >8, 198. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ὑπερήσω, <i>ao.</i> ὑπερῆκα, <i>etc.</i><br />lancer au delà du point atteint par un des concurrents.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἵημι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερίημι''': μέλλ. -ήσω, [[ῥίπτω]] περαιτέρω, [[ὑπερβαίνω]] τινὰ εἰς τὸ [[ῥίψιμον]], [[οὔτις]] Φαιήκων τόν γ’ ἵξεται οὐδ’ ὑπερήσει Ὀδ. Θ. 198. ΙΙ. Μέσ. ὑψοῦμαι, [[ἀναβαίνω]], [[ἠέλιος]] ὑπεριέμενος Ξενοφάν. ἐν Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 44· πρβλ. [[Ὑπερίων]]. | |lstext='''ὑπερίημι''': μέλλ. -ήσω, [[ῥίπτω]] περαιτέρω, [[ὑπερβαίνω]] τινὰ εἰς τὸ [[ῥίψιμον]], [[οὔτις]] Φαιήκων τόν γ’ ἵξεται οὐδ’ ὑπερήσει Ὀδ. Θ. 198. ΙΙ. Μέσ. ὑψοῦμαι, [[ἀναβαίνω]], [[ἠέλιος]] ὑπεριέμενος Ξενοφάν. ἐν Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 44· πρβλ. [[Ὑπερίων]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:15, 2 October 2022
English (LSJ)
A send farther, send beyond the mark, οὔτις Φαιήκων τόδε γ' ἵξεται οὐδ' ὑπερήσει Od.8.198. II Med., go on high, ἠέλιος ὑπεριέμενος Xenoph.31.
German (Pape)
[Seite 1197] (s. ἵημι), weiter, darüber hinauswerfen, οὔτις Φαιήκων τόν γ' ἵξεται οὐδ' ὑπερήσει, Od. >8, 198.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπερήσω, ao. ὑπερῆκα, etc.
lancer au delà du point atteint par un des concurrents.
Étymologie: ὑπέρ, ἵημι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερίημι: μέλλ. -ήσω, ῥίπτω περαιτέρω, ὑπερβαίνω τινὰ εἰς τὸ ῥίψιμον, οὔτις Φαιήκων τόν γ’ ἵξεται οὐδ’ ὑπερήσει Ὀδ. Θ. 198. ΙΙ. Μέσ. ὑψοῦμαι, ἀναβαίνω, ἠέλιος ὑπεριέμενος Ξενοφάν. ἐν Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 44· πρβλ. Ὑπερίων.
English (Autenrieth)
fut. ὑπερήσει: throw beyond (this mark), Od. 8.198†.
Greek Monolingual
Α
1. ξεπερνώ κάποιον στις ρίψεις, ρίχνω κάτι πιο μακριά από αυτόν
2. μέσ. ὑπερίεμαι
ανεβαίνω σε μεγάλο ύψος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἵημι «κινώ, αφήνω κάτι να πέσει, ρίχνω»].
Greek Monotonic
ὑπερίημι: μέλ. -ήσω, υπερτερώ, ξεπερνώ, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερίημι: забрасывать дальше (sc. τὸν δίσκον Hom.).
Middle Liddell
fut. -ήσω
to outdo, Od.