ὑπαγκάλισμα: Difference between revisions
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypagkalisma | |Transliteration C=ypagkalisma | ||
|Beta Code=u(pagka/lisma | |Beta Code=u(pagka/lisma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=ατος, τό, [[that which is clasped in the arms]], [[a beloved one]], of a wife or mistress, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>540</span>; of a child, <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>757</span>: cf. [[παραγκάλισμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:05, 24 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, that which is clasped in the arms, a beloved one, of a wife or mistress, S.Tr.540; of a child, E.Tr.757: cf. παραγκάλισμα.
German (Pape)
[Seite 1179] τό, das, was man in die Arme nimmt, der Gegenstand der Umarmung, Gattinn, Geliebte, Eur. Troad. 752 Hel. 247. – Auch die Umarmung, δύ' οὖσαι μίμνομεν μιᾶς ὑπὸ χλαίνης ὑπαγκάλισμα, Soph. Trach. 537.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαγκάλισμα: [ᾰ], τό, τὸ εἰς τὰς ἀγκάλας λαμβανόμενον, ἀγαπητὸν πλάσμα, ἐπὶ συζύγου ἢ ἐρωμένης, Σοφ. Τρ. 540˙ ἐπὶ τέκνου, Εὐρ. Τρῳ. 752˙ ἐπὶ κάλπης, χειρὸς ὑπ. ἐμῆς (ἐκ διορθώσεως τοῦ Elmsl. εἰς Εὐριπ. Ἡρακλ. 42), ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1337˙ - πρβλ. παραγκάλισμα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 action de prendre dans ses bras, étreinte;
2 embrassement.
Étymologie: ὑπαγκαλίζω.
Greek Monolingual
τὸ, Α ὑπαγκαλίζω
(για τέκνο, σύζυγο ή ερωμένη) το αντικείμενο του εναγκαλισμού, αγαπητό πλάσμα («ὦ νέον ὑπαγκάλισμα μητρὶ φίλτατον», Ευρ.).
Greek Monotonic
ὑπαγκάλισμα: [ᾰ], -ατος, τό, αυτό που σφίγγεται στην αγκαλιά, σφιχταγκαλιάζεται, αγαπητό, αγαπημένο πρόσωπο, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπαγκάλισμα: ατος τό обнимаемое Soph.: ὑ. μητρὶ φίλτατον Eur. бесценное для матери сокровище.
Middle Liddell
ὑπᾰγκάλισμα, ατος, τό, [from ὑπαγκᾰλίζω]
that which is clasped in the arms, a beloved one, Soph., Eur.