ταυρεία: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
m (pape replacement) |
|||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ταύρειος]]. | |mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ταύρειος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[ταυρέα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:38, 24 November 2022
English (LSJ)
(sc. δορά), ἡ, A bull's hide, ox-hide, hence, 1 a kind of drum covered with skin, Gp.14.25.3 (unless in sense 2). 2 whip of ox-hide, Artem.1.70, Phot. s.v. μάραγνα.
Greek (Liddell-Scott)
ταυρεία: (ἐξυπακουομ. τοῦ δορά), ἡ, (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐνίοτε φέρεται πλημμελῶς ταυρία, ἢ ταυρέα, ἴδε Suice?.)· ταύρου δέρμα, βοὸς δέρμα, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 453. 2) εἶδος τυμπάνου κεκαλυμμένου μὲ δέρμα, ἱκανὸς δὲ ἐκ τῶν κροτάλων καὶ ἐκ τῆς ταυρείας ψόφος ἐκφοβῆσαι τούτους (δηλ. τοὺς κολοιοὺς) Γεωπον. 14, 25, 3. 3) μάστιξ ἐκ δορᾶς ταύρου, Λατ. taurea, Ἀρτεμίδ. 1. 70. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 326.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. ταύρειος.
German (Pape)
= ταυρέα.