ἐλλόβιον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />pendant d’oreilles.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[λοβός]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἄρτημα]], δίοπαι, [[ἕλιξ]]², [[ἕρμα]]².
|btext=ου (τό) :<br />pendant d'oreilles.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[λοβός]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἄρτημα]], δίοπαι, [[ἕλιξ]]², [[ἕρμα]]².
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 13:01, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλλόβιον Medium diacritics: ἐλλόβιον Low diacritics: ελλόβιον Capitals: ΕΛΛΟΒΙΟΝ
Transliteration A: ellóbion Transliteration B: ellobion Transliteration C: ellovion Beta Code: e)llo/bion

English (LSJ)

τό, (λοβός) A that which is in the lobe of the ear, ear-ring, Nic. Dam.p.5 D., Luc.Gall.29, S.E.P.3.203, Them.Or.13.167d.

German (Pape)

[Seite 801] τό, der Ohrring, das Ohrgehänge, Luc. Gall. 29 u. öfter, wie a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλλόβιον: τό, (λοβὸς) τὸ τιθέμενον εἰς τὸν λοβὸν τοῦ ὠτός, ἐνώτιον, Λατ. inauris, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 29, Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 3. 203.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
pendant d'oreilles.
Étymologie: ἐν, λοβός.
Syn. ἄρτημα, δίοπαι, ἕλιξ², ἕρμα².

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Grafía: ἐνλ- Hsch.
• Grafía: graf. ἐλλώβ- Sud.
pendiente, zarcillo τὸν Βαβυλώνιον ... ἐλλόβια ἔχοντα Nic.Dam.4, τῇ γυναικὶ ἐ. ἐωνῆσθαι Luc.Gall.29, τό τε ἐλλόβια ἔχειν τοὺς ἄρρενας παρ' ἡμῖν μὲν αἰσχρόν ἐστι S.E.P.3.203, ἐν τοῖν ὤτοιν ἐλλόβια Luc.Dom.7, cf. Plu.2.693c, Clem.Al.Paed.2.12.129, Them.Or.13.167d, 18.218c, Hsch., Phot.ε 649.

Greek Monolingual

ἐλλόβιον, το (Α)
ενώτιον, σκουλαρίκι.

Greek Monotonic

ἐλλόβιον: τό (ἐν, λοβός), αυτό που τοποθετείται στο λοβό του αυτιού, ενώτιο, σκουλαρίκι, Λατ. inauris, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλλόβιον: τό серьга с подвеской Luc., Plut., Sext.

Middle Liddell

ἐλλόβιον, ου, τό, [ἐν, λοβός
that which is in the lobe of the ear, an earring, Lat. inauris, Luc.