μουσοπόλος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0211.png Seite 211]] mit den Musen verkehrend, Dichter, Eur. Alc. 447; auch [[τίνα]] μουσοπόλον στοναχὰν ἀνακαλέσομαι, Phoen. 1505; [[δαίμων]], Hermesian. bei Ath. XIII, 597 (v. 28); μουσοπόλοις χερσὶ πηκτίδα ἐπηρέθισα, M Arg. 23 (IX, 270); Ep. ad. 751 (App. 351); [[τραγικός]], Boeth. (IX, 248). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0211.png Seite 211]] mit den Musen verkehrend, Dichter, Eur. Alc. 447; auch [[τίνα]] μουσοπόλον στοναχὰν ἀνακαλέσομαι, Phoen. 1505; [[δαίμων]], Hermesian. bei Ath. XIII, 597 (v. 28); μουσοπόλοις χερσὶ πηκτίδα ἐπηρέθισα, M Arg. 23 (IX, 270); Ep. ad. 751 (App. 351); [[τραγικός]], Boeth. (IX, 248). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui cultive les Muses ; ὁ [[μουσοπόλος]] poète.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[πολέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μουσοπόλος''': -ον, ὁ τὰς Μούσας θεραπεύων, [[ποιητικός]], [[οἰκία]] Σαπφὼ 61· μ. στοναχά, [[θρῆνος]] μετὰ μουσικῆς, Εὐρ. Φοίν. 1500· χεῖρες, [[στέφανος]] Ἀνθ. Π. 9. 270., 12. 257. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ἀοιδός]], [[ποιητής]], Εὐρ. Ἄλκ. 447. | |lstext='''μουσοπόλος''': -ον, ὁ τὰς Μούσας θεραπεύων, [[ποιητικός]], [[οἰκία]] Σαπφὼ 61· μ. στοναχά, [[θρῆνος]] μετὰ μουσικῆς, Εὐρ. Φοίν. 1500· χεῖρες, [[στέφανος]] Ἀνθ. Π. 9. 270., 12. 257. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ἀοιδός]], [[ποιητής]], Εὐρ. Ἄλκ. 447. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, A serving the Muses, poetic, οἰκία Sapph. 136 (s. v.l.); μ. στοναχά a tuneful lament, E.Ph.1499 (lyr.); χεῖρες, στέφανος, AP9.270 (Marc. Arg.), 12.257 (Mel.); μουσοπόλε θήρ, addressed to Pan, Castorio 2.5. II Subst., bard, minstrel, E.Alc. 445 (lyr., pl.), Rev.Phil.36.67 (Iconium, ii A. D.), Not.Scav.1912.327 (Ostia).
German (Pape)
[Seite 211] mit den Musen verkehrend, Dichter, Eur. Alc. 447; auch τίνα μουσοπόλον στοναχὰν ἀνακαλέσομαι, Phoen. 1505; δαίμων, Hermesian. bei Ath. XIII, 597 (v. 28); μουσοπόλοις χερσὶ πηκτίδα ἐπηρέθισα, M Arg. 23 (IX, 270); Ep. ad. 751 (App. 351); τραγικός, Boeth. (IX, 248).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cultive les Muses ; ὁ μουσοπόλος poète.
Étymologie: μοῦσα, πολέω.
Greek (Liddell-Scott)
μουσοπόλος: -ον, ὁ τὰς Μούσας θεραπεύων, ποιητικός, οἰκία Σαπφὼ 61· μ. στοναχά, θρῆνος μετὰ μουσικῆς, Εὐρ. Φοίν. 1500· χεῖρες, στέφανος Ἀνθ. Π. 9. 270., 12. 257. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀοιδός, ποιητής, Εὐρ. Ἄλκ. 447.
Greek Monolingual
μουσοπόλος, -ον (Α)
1. αυτός που υπηρετεί τις Μούσες, δηλ. ο ποιητικός
2. αυτός που συνοδεύεται από μουσική
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ μουσοπόλος
ο αοιδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -πολος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. θεο-πόλος, ονειρο-πόλος.
Greek Monotonic
μουσοπόλος: -ον (πολέω),·
I. υπηρέτης των Μουσών· μουσόπολος στοναχά, μελωδικότατος θρήνος, σε Ευρ.
II. ως ουσ., βάρδος, ραψωδός, ποιητής, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
μουσοπόλος: II ὁ песнопевец, поэт Eur.
общающийся с музами, служащий музам, т. е. поэтический (οἰκία Sappho; στοναχά Eur.; χεῖρες Anth.).
Middle Liddell
μουσο-πόλος, ον πολέω
I. serving the Muses; μ. στοναχά a tuneful lament, Eur.
II. as substantive a bard, minstrel, poet, Eur.