συμπαρακομίζω: Difference between revisions

From LSJ

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[φέρνω]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] («νομίσας [[πάντα]] ὕστερα [[εἶναι]] τὰ ἄλλα πρὸς τὸ... ναῡς τε συμπαρακομίσαι [ενν. <i>πρὸς τὴν [[ἀκτήν]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμπαρακομίζομαι</i><br />[[βοηθώ]] σε [[μεταφορά]], σε [[μετακόμιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρακομίζω]] «[[οδηγώ]], [[συνοδεύω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]], [[φέρνω]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] («νομίσας [[πάντα]] ὕστερα [[εἶναι]] τὰ ἄλλα πρὸς τὸ... ναῦς τε συμπαρακομίσαι [ενν. <i>πρὸς τὴν [[ἀκτήν]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμπαρακομίζομαι</i><br />[[βοηθώ]] σε [[μεταφορά]], σε [[μετακόμιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρακομίζω]] «[[οδηγώ]], [[συνοδεύω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:00, 29 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρακομίζω Medium diacritics: συμπαρακομίζω Low diacritics: συμπαρακομίζω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: symparakomízō Transliteration B: symparakomizō Transliteration C: symparakomizo Beta Code: sumparakomi/zw

English (LSJ)

A bring along the coast with one, τὰς ναῦς, of a naval commander, Th.8.41:—Pass., of the ships, ib.39. II Med., assist in convoying, D.S.3.21.

German (Pape)

[Seite 984] mit od. zugleich nebenbei führen, Thuc. 8, 39. 41. – Med., D. Sic. 3, 21.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρακομίζω: παρακομίζω ὁμοῦ, ὁδηγῶ ὁμοῦ παραπλεύρως (πρὸς τὴν ἀκτήν), τὰς ναῦς, ἐπὶ ναυάρχου, Θουκ. 8. 41· καὶ ἐν τῷ παθ. ἐπὶ τῶν πλοίων, αὐτόθι 39. ΙΙ. Μέσ., βοηθῶ εἰς μετακόμισιν, Διόδ. 3. 21.

French (Bailly abrégé)

amener avec soi le long de la côte (des navires) acc..
Étymologie: σύν, παρακομίζω.

Greek Monolingual

Α
1. οδηγώ, φέρνω κάτι κοντά σε κάτι («νομίσας πάντα ὕστερα εἶναι τὰ ἄλλα πρὸς τὸ... ναῦς τε συμπαρακομίσαι [ενν. πρὸς τὴν ἀκτήν», Θουκ.)
2. μέσ. συμπαρακομίζομαι
βοηθώ σε μεταφορά, σε μετακόμιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακομίζω «οδηγώ, συνοδεύω»].

Greek Monotonic

συμπαρακομίζω: Αττ. μέλ. -κομιῶ, οδηγώ, μεταφέρω από κοινού παράλληλα προς την ακτή, λέγεται για ναύαρχο, σε Θουκ. — Παθ., λέγεται για πλοία, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρακομίζω:
1) сопровождать, эскортировать (τὰς ναῦς Thuc.): ἀγγελίαν πέμπειν ἐπὶ τὰς ναῦς τοῦ ξυμπαρακομισθῆναι Thuc. посылать за флотом для собственного эскортирования;
2) med. плавать рядом Diod.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παρακομίζω in konvooi langs de kust escorteren.

Middle Liddell

fut. attic -κομιῶ
to carry along the coast with one, of a commander, Thuc.; Pass. of the ships, Thuc.