ἐπιχορηγία: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1004.png Seite 1004]] ἡ, das noch dazu Geben, Darreichen, Sp., wie N. T
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1004.png Seite 1004]] ἡ, das noch dazu Geben, Darreichen, Sp., wie N. T
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de fournir en outre, en sus.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχορηγέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιχορηγία''': ἡ, περαιτέρω χορήγησις, [[πρόσθετος]] [[βοήθεια]], πᾶν τὸ [[σῶμα]]... συμβιβαζόμενον διὰ πάσῃς ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας, συνδεόμενον διὰ πάσης συναφείας τῶν συνεργούντων μελῶν (πρβλ. [[ἐπιχορηγέω]] ἐν τέλ.), πρὸς Ἐφ. δ΄, 16· διὰ τῆς ἐπ. τοῦ πνεύματος, διὰ τῆς βοηθείας τοῦ πνεύματος, Ἐπιστ. π. Φιλιππησ. α΄, 19.
|lstext='''ἐπιχορηγία''': ἡ, περαιτέρω χορήγησις, [[πρόσθετος]] [[βοήθεια]], πᾶν τὸ [[σῶμα]]... συμβιβαζόμενον διὰ πάσῃς ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας, συνδεόμενον διὰ πάσης συναφείας τῶν συνεργούντων μελῶν (πρβλ. [[ἐπιχορηγέω]] ἐν τέλ.), πρὸς Ἐφ. δ΄, 16· διὰ τῆς ἐπ. τοῦ πνεύματος, διὰ τῆς βοηθείας τοῦ πνεύματος, Ἐπιστ. π. Φιλιππησ. α΄, 19.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de fournir en outre, en sus.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχορηγέω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 15:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχορηγία Medium diacritics: ἐπιχορηγία Low diacritics: επιχορηγία Capitals: ΕΠΙΧΟΡΗΓΙΑ
Transliteration A: epichorēgía Transliteration B: epichorēgia Transliteration C: epichorigia Beta Code: e)pixorhgi/a

English (LSJ)

ἡ, supply, provision, τῆς ἐ. γενομένης ἐκ τῶν ἱερῶν προσόδων SIG818.9 (Ephesus, i A.D.); πᾶν τὸ σῶμα..συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας, = διὰ πασῶν τῶν ἐπιχορηγουσῶν ἁφῶν (cf. ἐπιχορηγέω fin.), Ep.Eph. 4.16; διὰ τῆς ἐ. τοῦ πνεύματος Ep.Phil.1.19.

German (Pape)

[Seite 1004] ἡ, das noch dazu Geben, Darreichen, Sp., wie N. T

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de fournir en outre, en sus.
Étymologie: ἐπιχορηγέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχορηγία: ἡ, περαιτέρω χορήγησις, πρόσθετος βοήθεια, πᾶν τὸ σῶμα... συμβιβαζόμενον διὰ πάσῃς ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας, συνδεόμενον διὰ πάσης συναφείας τῶν συνεργούντων μελῶν (πρβλ. ἐπιχορηγέω ἐν τέλ.), πρὸς Ἐφ. δ΄, 16· διὰ τῆς ἐπ. τοῦ πνεύματος, διὰ τῆς βοηθείας τοῦ πνεύματος, Ἐπιστ. π. Φιλιππησ. α΄, 19.

English (Strong)

from ἐπιχορηγέω; contribution: supply.

English (Thayer)

ἐπιχορηγίας, ἡ (ἐπιχορηγέω, which see) (Vulg. subministratio), a supplying, supply: Philippians 1:19. (Ecclesiastical writers.)

Greek Monolingual

η (AM ἐπιχορηγία)
επιχορήγηση
αρχ.-μσν.
βοήθεια, συμπαράσταση («διὰ τῆς ἐπιχορηγίας τοῦ πνεύματος»).

Greek Monotonic

ἐπιχορηγία: ἡ, επιπρόσθετη βοήθεια, αρωγή, συμπληρωματική συνδρομή, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχορηγία:содействие, поддержка NT.

Middle Liddell

ἐπιχορηγία, ἡ, [from ἐπιχορηγέω
additional help, NTest.

Chinese

原文音譯:™picorhg⋯a 誒披-何而-誒居阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在上-合唱隊-帶領
字義溯源:貢獻,捐助,供應,提供,支持,幫助;源自(ἐπιχορηγέω)=充足供給);由(ἐπί)*=在⋯上)與(χορηγέω)=舞會主管)組成;其中 (χορηγέω)又由(χορός)*=圓場)與(ἄγω)*=帶領)組成
出現次數:總共(2);弗(1);腓(1)
譯字彙編
1) 供應(2) 弗4:16; 腓1:19