περινέω: Difference between revisions
περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0583.png Seite 583]] (s. [[νέω]]), umfließen, umschwimmen, Arist. H. A. 9, 37; auch = [[περινήω]], Her. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0583.png Seite 583]] (s. [[νέω]]), umfließen, umschwimmen, Arist. H. A. 9, 37; auch = [[περινήω]], Her. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">2</span>amasser tout autour : [[τι]] amonceler qch autour ; τὴν οἰκίην ὕλῃ HDT entourer la maison d'un amas de bois.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[νέω]]⁴. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περινέω''': -[[νεύσομαι]], νέω, κολυμβῶ [[πέριξ]], «περινεῖ, ... περινήχεται» Ἡσύχ., Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ.· π. κύκλῳ τινὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 10. | |lstext='''περινέω''': -[[νεύσομαι]], νέω, κολυμβῶ [[πέριξ]], «περινεῖ, ... περινήχεται» Ἡσύχ., Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ.· π. κύκλῳ τινὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 10. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:04, 2 October 2022
English (LSJ)
(A), A swim round, Hp. ap. Gal.19.130; π. κύκλῳ τινός Arist. HA621a18.
περινέω (B), Hdt.6.80: aor. part. A περινήσας Id.4.164, also uncontr. inf. -νηῆσαι v.l. in Id.2.107, cf. Q.S.3.678 (Med.):—pile, heap round, ὕλην (sc. περὶ τὸν πύργον) Hdt.4.164; πολὺ πῦρ Anon. ap. Suid., cf. Plu.2.583a. 2 π. τὴν οἰκίην ὕλῃ pile it round with wood, Hdt.2.107; ὕλῃ τὸ ἄλσος Id.6.80.
German (Pape)
[Seite 583] (s. νέω), umfließen, umschwimmen, Arist. H. A. 9, 37; auch = περινήω, Her.
French (Bailly abrégé)
2amasser tout autour : τι amonceler qch autour ; τὴν οἰκίην ὕλῃ HDT entourer la maison d'un amas de bois.
Étymologie: περί, νέω⁴.
Greek (Liddell-Scott)
περινέω: -νεύσομαι, νέω, κολυμβῶ πέριξ, «περινεῖ, ... περινήχεται» Ἡσύχ., Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ.· π. κύκλῳ τινὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 10.
Greek Monolingual
(I)
Α
κολυμπώ γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + νέω «κολυμπώ»].
(II)
Α
συσσωρεύω υλικά, συνήθως ξύλα, γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + νέω «συσσωρεύω»].
Greek Monotonic
περινέω: μέλ. -νήσω, αόρ. αʹ απαρ. -νῆσαι, εκτεταμ. -νηῆσαι·
1. συσσωρεύω ολόγυρα, ὕλην (ενν. περὶ τὸν πύργον), σε Ηρόδ.
2. περινέω τὴν οἰκίην ὕλῃ, συσσωρεύω ξύλα γύρω απ' αυτή, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
περινέω:
I νέω II] плавать вокруг (π. κύκλῳ Arst.).
II и περινηέω νέω IV]
1) нагромождать, наваливать (ὕλην Her.);
2) обкладывать (τὴν οἰκίαν ὕλῃ Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-νέω aan alle kanten opstapelen; omgeven met, met dat.
Middle Liddell
fut. -νήσω aor1 inf. -νῆσαι lengthd. -νηῆσαι
1. to pile round, ὕλην (sc. περὶ τὸν πύργον) Hdt.
2. π. τὴν οἰκίην ὕλῃ to pile it round with wood, Hdt.