στῆριγξ: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0942.png Seite 942]] ιγγος, ἡ, die Stütze; τῶν κνημῶν τὰ ὀστᾶ· ταῦτα γάρ ἐστι στήριγγες τοῦ σώματος, Xen. Equit. 1, 5; Poll. 1, 220. Bes. die Gabel, mit der man die Deichsel stützte, ehe das Zugvieh angespannt wurde, Plut. qu. Rom. 70.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0942.png Seite 942]] ιγγος, ἡ, die Stütze; τῶν κνημῶν τὰ ὀστᾶ· ταῦτα γάρ ἐστι στήριγγες τοῦ σώματος, Xen. Equit. 1, 5; Poll. 1, 220. Bes. die Gabel, mit der man die Deichsel stützte, ehe das Zugvieh angespannt wurde, Plut. qu. Rom. 70.
}}
{{bailly
|btext=ιγγος (ἡ) :<br />fourche pour soutenir le timon d'une voiture non attelée.<br />'''Étymologie:''' [[στηρίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στῆριγξ''': -ιγγος, ἡ, [[ὑποστήριγμα]], [[ἀντηρίς]], στ. τοῦ σώματος, ἐπὶ τῆς κνήμης ἢ τοῦ μεγάλου ὀστοῦ τῆς κνήμης, Ξεν. Ἱππ. 1, 5· αἱ στ. τῶν πύργων Διόδ. 18. 70. 2) τὸ δικρανοειδὲς [[ξύλον]], ἐφ’ οὗ στηρίζεται ὁ ῥυμὸς τοῦ διτρόχου δίφρου ἕως οὗ ζευχθῶσιν οἱ ἵπποι, Λατ. furca, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 157, πρβλ. Πλούτ. 2. 280Ε, Ἡσύχ.
|lstext='''στῆριγξ''': -ιγγος, ἡ, [[ὑποστήριγμα]], [[ἀντηρίς]], στ. τοῦ σώματος, ἐπὶ τῆς κνήμης ἢ τοῦ μεγάλου ὀστοῦ τῆς κνήμης, Ξεν. Ἱππ. 1, 5· αἱ στ. τῶν πύργων Διόδ. 18. 70. 2) τὸ δικρανοειδὲς [[ξύλον]], ἐφ’ οὗ στηρίζεται ὁ ῥυμὸς τοῦ διτρόχου δίφρου ἕως οὗ ζευχθῶσιν οἱ ἵπποι, Λατ. furca, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 157, πρβλ. Πλούτ. 2. 280Ε, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ιγγος (ἡ) :<br />fourche pour soutenir le timon d'une voiture non attelée.<br />'''Étymologie:''' [[στηρίζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῆριγξ Medium diacritics: στῆριγξ Low diacritics: στήριγξ Capitals: ΣΤΗΡΙΓΞ
Transliteration A: stē̂rinx Transliteration B: stērinx Transliteration C: stirigks Beta Code: sth=rigc

English (LSJ)

ιγγος, ἡ, A support, prop, stay, σ. τοῦ σώματος, of the κνήμη or large bone of the leg, X.Eq.1.5; αἱ σ. [τῶν πύργων] D.S. 18.70. b = παρακερκίς 1, Poll.2.191 (pl.). 2 fork with which the shaft or pole of a two-wheeled chariot was propped, until the beasts were yoked to it, Lys.Fr.330 S., Plu.2.280f: acc. στήριγγᾰν Maiuri Nuova Silloge 48 (Rhodes).

German (Pape)

[Seite 942] ιγγος, ἡ, die Stütze; τῶν κνημῶν τὰ ὀστᾶ· ταῦτα γάρ ἐστι στήριγγες τοῦ σώματος, Xen. Equit. 1, 5; Poll. 1, 220. Bes. die Gabel, mit der man die Deichsel stützte, ehe das Zugvieh angespannt wurde, Plut. qu. Rom. 70.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ἡ) :
fourche pour soutenir le timon d'une voiture non attelée.
Étymologie: στηρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

στῆριγξ: -ιγγος, ἡ, ὑποστήριγμα, ἀντηρίς, στ. τοῦ σώματος, ἐπὶ τῆς κνήμης ἢ τοῦ μεγάλου ὀστοῦ τῆς κνήμης, Ξεν. Ἱππ. 1, 5· αἱ στ. τῶν πύργων Διόδ. 18. 70. 2) τὸ δικρανοειδὲς ξύλον, ἐφ’ οὗ στηρίζεται ὁ ῥυμὸς τοῦ διτρόχου δίφρου ἕως οὗ ζευχθῶσιν οἱ ἵπποι, Λατ. furca, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 157, πρβλ. Πλούτ. 2. 280Ε, Ἡσύχ.

Greek Monotonic

στῆριγξ: -ιγγος, ἡ,
1. υποστήριγμα, έρεισμα, αντέρεισμα, στύλος, σε Ξεν.
2. ξύλο με απόληξη δικράνας, στο οποίο στηριζόταν το επίμηκες ξύλο που εκτεινόταν από το μέσο του άξονα προς τα εμπρός στα δίτροχα άρματα, Λατ. furca, σε Λυσ.

Russian (Dvoretsky)

στῆριγξ: ιγγος ἡ
1) опора, подпора, устой (στήριγγες τοῦ σώματος Xen.; αἱ στήριγγες τῶν πύργων Diod.);
2) (лат. furca) подпорная вилка или козлы Plut.

Middle Liddell

στῆριγξ, ιγγος,
1. a support, prop, stay, Xen.
2. the fork with which the pole of a two-wheeled chariot was propped, Lat. furca, Lys.