χειμασία: Difference between revisions
Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1342.png Seite 1342]] ἡ, ion. χειμασίη, das Durchwintern, der Aufenthalt während des Winters, Winterquartier; Her. 2, 22; Pol. 2, 54, 14 u. öfter. – Nach Hesych. = [[χειμών]]; vgl. Arist. probl. 26, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1342.png Seite 1342]] ἡ, ion. χειμασίη, das Durchwintern, der Aufenthalt während des Winters, Winterquartier; Her. 2, 22; Pol. 2, 54, 14 u. öfter. – Nach Hesych. = [[χειμών]]; vgl. Arist. probl. 26, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />action d'hiverner.<br />'''Étymologie:''' [[χεῖμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειμᾰσία''': Ἰον. -ίη, ἡ, τὸ διέρχεσθαι τὸν χειμῶνα, διαχειμάζειν, φοιτέειν ἐς χ. τοὺς τόπους τούτους Ἡρόδ. 2. 22. 2) [[τόπος]] πρὸς παραχειμασίαν, χειμερινὴ [[κατοικία]] ἢ [[διαμονή]], [[χειμάδιον]], Πολύβ. 2. 54, 14, κ. ἀλλ., Διόδ. ΙΙ. = [[χειμών]], [[τρικυμία]], [[καταιγίς]], [[θύελλα]], Ἀριστ. Προβλ. 26. 3, Θεοφρ. Ἀποσπ. 5. 50. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[χειμασία]]· [[ζάλη]], [[ταραχή]]». | |lstext='''χειμᾰσία''': Ἰον. -ίη, ἡ, τὸ διέρχεσθαι τὸν χειμῶνα, διαχειμάζειν, φοιτέειν ἐς χ. τοὺς τόπους τούτους Ἡρόδ. 2. 22. 2) [[τόπος]] πρὸς παραχειμασίαν, χειμερινὴ [[κατοικία]] ἢ [[διαμονή]], [[χειμάδιον]], Πολύβ. 2. 54, 14, κ. ἀλλ., Διόδ. ΙΙ. = [[χειμών]], [[τρικυμία]], [[καταιγίς]], [[θύελλα]], Ἀριστ. Προβλ. 26. 3, Θεοφρ. Ἀποσπ. 5. 50. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[χειμασία]]· [[ζάλη]], [[ταραχή]]». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:10, 2 October 2022
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, A passing the winter, wintering, φοιτῶσι ἐς χ. ἐς τοὺς τόπους τούτους Hdt.2.22. 2 winter quarters, Plb.2.54.14, al., D.S.19.37, App.BC2.52, Dura6434 (iii A. D.). II = χειμών, storm, Arist.Pr.940b15 (pl.), Thphr.Vent. 50 (pl.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1342] ἡ, ion. χειμασίη, das Durchwintern, der Aufenthalt während des Winters, Winterquartier; Her. 2, 22; Pol. 2, 54, 14 u. öfter. – Nach Hesych. = χειμών; vgl. Arist. probl. 26, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action d'hiverner.
Étymologie: χεῖμα.
Greek (Liddell-Scott)
χειμᾰσία: Ἰον. -ίη, ἡ, τὸ διέρχεσθαι τὸν χειμῶνα, διαχειμάζειν, φοιτέειν ἐς χ. τοὺς τόπους τούτους Ἡρόδ. 2. 22. 2) τόπος πρὸς παραχειμασίαν, χειμερινὴ κατοικία ἢ διαμονή, χειμάδιον, Πολύβ. 2. 54, 14, κ. ἀλλ., Διόδ. ΙΙ. = χειμών, τρικυμία, καταιγίς, θύελλα, Ἀριστ. Προβλ. 26. 3, Θεοφρ. Ἀποσπ. 5. 50. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «χειμασία· ζάλη, ταραχή».
Greek Monolingual
και ιων. τ. χειμασίη, ἡ, Α χειμάζω
1. διαχείμαση
2. τόπος κατάλληλος για διαχείμαση, χειμάδι
3. σφοδρή κακοκαιρία
4. (κατά τον Ησύχ.) «ζάλη, ταραχή».
Greek Monotonic
χειμᾰσία: Ιων. -ίη, ἡ, το πέρασμα του χειμώνα, ξεχειμώνιασμα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
χειμᾰσία: ион. χειμᾰσίη ἡ
1) зимовка Her.;
2) зимовье, зимние квартиры Polyb., Diod.;
3) непогода, буря (μετὰ τὰς χειμασίας πίπτει τὰ πνεύματα Arst.).