πελαγοδρόμος: Difference between revisions
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
(CSV import) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο / [[πελαγοδρόμος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που πελαγοδρομεί, που διαπλέει τα πελάγη, [[θαλασσοπόρος]], [[ποντοπόρος]] («[[νηῶν]] πελαγοδρόμων [[ἄστατος]] [[ὁρμή]]», <b>Ορφ.</b> Ύμν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πελαγοδρόμος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] στεγανόποδων πτηνών τα οποία εκτελούν μακρές πτήσεις [[πάνω]] από θάλασσες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που πετάει [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας («[[πελαγοδρόμος]] [[ἱέραξ]]», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέλαγος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]])]. | |mltxt=-ο / [[πελαγοδρόμος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που πελαγοδρομεί, που διαπλέει τα πελάγη, [[θαλασσοπόρος]], [[ποντοπόρος]] («[[νηῶν]] πελαγοδρόμων [[ἄστατος]] [[ὁρμή]]», <b>Ορφ.</b> Ύμν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πελαγοδρόμος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] στεγανόποδων πτηνών τα οποία εκτελούν μακρές πτήσεις [[πάνω]] από θάλασσες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που πετάει [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] της θάλασσας («[[πελαγοδρόμος]] [[ἱέραξ]]», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέλαγος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]])]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ον [[que sobrevuela el mar]] de un halcón ἱέρακα τὸν πελαγοδρόμον καὶ γῦπά σοι σφαγιάζει καὶ μυγαλόν, τὸ σόν, θεά, μυστήριον μέγιστον <b class="b3">sacrifica en tu honor un halcón que sobrevuela el mar, un buitre y una musaraña, tu mayor misterio, diosa</b> P IV 2590 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 15 October 2022
English (LSJ)
ον, sailing on the sea, Orph.H.74.5; flying over the sea, ἱέραξ PMag.Par.1.2590.
German (Pape)
[Seite 548] in od. auf dem hohen Meere laufend, Orph. H. 73, 5.
Greek (Liddell-Scott)
πελᾰγοδρόμος: -ον, ὁ διαπλέων τὸ πέλαγος, Ὀρφ. Ὕμν. 73. 5.
Spanish
Greek Monolingual
-ο / πελαγοδρόμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πελαγοδρομεί, που διαπλέει τα πελάγη, θαλασσοπόρος, ποντοπόρος («νηῶν πελαγοδρόμων ἄστατος ὁρμή», Ορφ. Ύμν.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πελαγοδρόμος
ζωολ. γένος στεγανόποδων πτηνών τα οποία εκτελούν μακρές πτήσεις πάνω από θάλασσες
αρχ.
αυτός που πετάει πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας («πελαγοδρόμος ἱέραξ», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + -δρόμος (< δρόμος)].
Léxico de magia
-ον que sobrevuela el mar de un halcón ἱέρακα τὸν πελαγοδρόμον καὶ γῦπά σοι σφαγιάζει καὶ μυγαλόν, τὸ σόν, θεά, μυστήριον μέγιστον sacrifica en tu honor un halcón que sobrevuela el mar, un buitre y una musaraña, tu mayor misterio, diosa P IV 2590