πενθικός: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0555.png Seite 555]] zur Klage od. Trauer gehörig, Sp., πενθικοὶ ὀδυρμοί, Plut. consol. ad Apoll. p. 317; πενθικῶς ἔχειν τοῦ ἀδελφοῦ τεθνηκότος, um den Bruder trauern, Xen. Cyr. 5, 2, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0555.png Seite 555]] zur Klage od. Trauer gehörig, Sp., πενθικοὶ ὀδυρμοί, Plut. consol. ad Apoll. p. 317; πενθικῶς ἔχειν τοῦ ἀδελφοῦ τεθνηκότος, um den Bruder trauern, Xen. Cyr. 5, 2, 7.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de deuil.<br />'''Étymologie:''' [[πένθος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πενθῐκός''': -ή, -όν, ([[πένθος]]) [[πένθιμος]], Πλούτ. 2.102Β, κτλ.· ἐν πενθικοῖς (ἐξυπ. ἐσθήμασι) Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΓ΄, 4)· - Ἐπίρρ., πενθικῶς ἔχειν τινός, πενθεῖν, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 7· [[πάνυ]] π. ἐσκευασμένη Λουκ. περὶ Διαβολῆς 5.
|lstext='''πενθῐκός''': -ή, -όν, ([[πένθος]]) [[πένθιμος]], Πλούτ. 2.102Β, κτλ.· ἐν πενθικοῖς (ἐξυπ. ἐσθήμασι) Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΓ΄, 4)· - Ἐπίρρ., πενθικῶς ἔχειν τινός, πενθεῖν, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 7· [[πάνυ]] π. ἐσκευασμένη Λουκ. περὶ Διαβολῆς 5.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de deuil.<br />'''Étymologie:''' [[πένθος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:58, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενθῐκός Medium diacritics: πενθικός Low diacritics: πενθικός Capitals: ΠΕΝΘΙΚΟΣ
Transliteration A: penthikós Transliteration B: penthikos Transliteration C: penthikos Beta Code: penqiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for mourning, mournful, ὀδυρμοί Plu.2.102b; θέα Porph.Abst.2.50; ἐσθής Chor.p.6B.; ἐν πενθικοῖς (sc. ἐσθήμασι) LXX Ex.33.4. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός to be in mourning for a person, X.Cyr.5.2.7; πάνυ π. ἐσκευασμένη Luc.Cal.5, cf. Plu.2.1 13d (v.l. -ητικῶς).

German (Pape)

[Seite 555] zur Klage od. Trauer gehörig, Sp., πενθικοὶ ὀδυρμοί, Plut. consol. ad Apoll. p. 317; πενθικῶς ἔχειν τοῦ ἀδελφοῦ τεθνηκότος, um den Bruder trauern, Xen. Cyr. 5, 2, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de deuil.
Étymologie: πένθος.

Greek (Liddell-Scott)

πενθῐκός: -ή, -όν, (πένθος) πένθιμος, Πλούτ. 2.102Β, κτλ.· ἐν πενθικοῖς (ἐξυπ. ἐσθήμασι) Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΓ΄, 4)· - Ἐπίρρ., πενθικῶς ἔχειν τινός, πενθεῖν, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 7· πάνυ π. ἐσκευασμένη Λουκ. περὶ Διαβολῆς 5.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πένθος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στο πένθος, ο πένθιμος.
επίρρ...
πενθικῶς
φρ. «πενθικῶς ἔχω τινός» — πενθώ για κάποιον.

Greek Monotonic

πενθῐκός: -ή, -όν (πένθος), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στο πένθος, πένθιμος· επίρρ., πενθικῶς ἔχειν τινός, βρίσκομαι σε πένθος για κάποιον, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενθικός -ή -όν [πένθος] klaag-, rouw-; adv. πενθικῶς in rouw.

Russian (Dvoretsky)

πενθικός: скорбный, горестный (ὀδυρμοί Plut.).

Middle Liddell

πενθῐκός, ή, όν πένθος
of or for mourning, mournful:—adv., πενθικῶς ἔχειν τινός to be in mourning for a person, Xen.