περίσημος: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0591.png Seite 591]] sehr kenntlich, ausgezeichnet, berühmt; ὁ [[φόνος]] περισαμότατος, Eur. Herc. Fur. 1017; [[παῖς]], Mosch. 1, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0591.png Seite 591]] sehr kenntlich, ausgezeichnet, berühmt; ὁ [[φόνος]] περισαμότατος, Eur. Herc. Fur. 1017; [[παῖς]], Mosch. 1, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />très distingué ; très connu, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σῆμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίσημος''': Δωρ. -σᾱμον, ον, ([[σῆμα]]) [[λίαν]] πεφημισμένος ἢ [[ἐπίσημος]], [[περίφημος]], [[διαβόητος]], Λατ. insignis, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1018, Μόσχ. 1. 6· ὑπερθ. -ότατος Φίλων 2. 330. | |lstext='''περίσημος''': Δωρ. -σᾱμον, ον, ([[σῆμα]]) [[λίαν]] πεφημισμένος ἢ [[ἐπίσημος]], [[περίφημος]], [[διαβόητος]], Λατ. insignis, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1018, Μόσχ. 1. 6· ὑπερθ. -ότατος Φίλων 2. 330. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:00, 2 October 2022
English (LSJ)
Dor. -σᾱμος, ον, (σῆμα) very famous, notable, E.HF 1018 (Sup., lyr.), Call.Fr.1.54 P., Mosch.1.6, Ph.2.330 (Sup.); περιστερεών POxy.1278.12 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 591] sehr kenntlich, ausgezeichnet, berühmt; ὁ φόνος περισαμότατος, Eur. Herc. Fur. 1017; παῖς, Mosch. 1, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très distingué ; très connu, célèbre.
Étymologie: περί, σῆμα.
Greek (Liddell-Scott)
περίσημος: Δωρ. -σᾱμον, ον, (σῆμα) λίαν πεφημισμένος ἢ ἐπίσημος, περίφημος, διαβόητος, Λατ. insignis, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1018, Μόσχ. 1. 6· ὑπερθ. -ότατος Φίλων 2. 330.
Greek Monolingual
-ον, δωρ. τ. περίσαμος, -ον, Α
πολύ φημισμένος, περιώνυμος, γνωστός παντού, διαβόητος («ὁ φόνος ἦν... περισαμότατος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. διά-σημος].
Greek Monotonic
περίσημος: Δωρ. -σᾱμος, -ον (σῆμα),· πολύ γνωστός ή σημαντικός, Λατ. insignis, σε Ευρ., Μόσχ.
Russian (Dvoretsky)
περίσημος: дор. περίσᾱμος 2 (дор. superl. περισᾱμότατος) замечательный, прославленный (φόνος Eur. - о Данаидах).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίσημος -ον, Dor. περίσᾱμος [περί, σῆμα] zeer beroemd.
Middle Liddell
περί-σημος, δοριξ περί-σᾱμος, ον, σῆμα
very famous or n notable, Lat. insignis, Eur., Mosch.