προεννέπω: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0720.png Seite 720]] vorhersagen; προὐννέπ ω τάδε, Aesch. Eumenid. 852; χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα [[προὐννέπω]], Soph. Trsch. 226.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0720.png Seite 720]] vorhersagen; προὐννέπ ω τάδε, Aesch. Eumenid. 852; χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα [[προὐννέπω]], Soph. Trsch. 226.
}}
{{bailly
|btext=<i>par contr.</i> [[προὐννέπω]];<br /><i>seul. prés. et impf.</i> προέννεπον;<br />dire d'avance, prédire, annoncer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐννέπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προεννέπω''': [[προὐννέπω]] (ὡς ἀείποτε παρὰ Τραγικ.), [[προαγορεύω]], προκηρρύτω, ἀγγέλλω, τι Αἰσχύλ. Εὐμ. 852, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 351 ― μετ’ ἀπαρ., χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα [[προὐννέπω]], [[χαιρετίζω]] [[δημοσίᾳ]] τὸν κήρυκα, Σοφ. Τρ. 227, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1085· [[ὡσαύτως]], πρ. δ’ ὑμῖν ὅτι... Αἰσχύλ. Εὐμ. 98.
|lstext='''προεννέπω''': [[προὐννέπω]] (ὡς ἀείποτε παρὰ Τραγικ.), [[προαγορεύω]], προκηρρύτω, ἀγγέλλω, τι Αἰσχύλ. Εὐμ. 852, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 351 ― μετ’ ἀπαρ., χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα [[προὐννέπω]], [[χαιρετίζω]] [[δημοσίᾳ]] τὸν κήρυκα, Σοφ. Τρ. 227, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1085· [[ὡσαύτως]], πρ. δ’ ὑμῖν ὅτι... Αἰσχύλ. Εὐμ. 98.
}}
{{bailly
|btext=<i>par contr.</i> [[προὐννέπω]];<br /><i>seul. prés. et impf.</i> προέννεπον;<br />dire d'avance, prédire, annoncer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐννέπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεννέπω Medium diacritics: προεννέπω Low diacritics: προεννέπω Capitals: ΠΡΟΕΝΝΕΠΩ
Transliteration A: proennépō Transliteration B: proennepō Transliteration C: proennepo Beta Code: proenne/pw

English (LSJ)

προὐννέπω (as always in Trag.), proclaim, announce, τάδε A.Eu.852; π. σοί, εἰ... θανῇ E.Med.351: c. inf., χαίρειν τινὰ π. I publicly bid him hail, S.Tr.227, cf. E.Hipp.1085; π. δ' ὑμῖν ὅτι… A.Eu..98.

German (Pape)

[Seite 720] vorhersagen; προὐννέπ ω τάδε, Aesch. Eumenid. 852; χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα προὐννέπω, Soph. Trsch. 226.

French (Bailly abrégé)

par contr. προὐννέπω;
seul. prés. et impf. προέννεπον;
dire d'avance, prédire, annoncer, acc..
Étymologie: πρό, ἐννέπω.

Greek (Liddell-Scott)

προεννέπω: προὐννέπω (ὡς ἀείποτε παρὰ Τραγικ.), προαγορεύω, προκηρρύτω, ἀγγέλλω, τι Αἰσχύλ. Εὐμ. 852, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 351 ― μετ’ ἀπαρ., χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα προὐννέπω, χαιρετίζω δημοσίᾳ τὸν κήρυκα, Σοφ. Τρ. 227, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1085· ὡσαύτως, πρ. δ’ ὑμῖν ὅτι... Αἰσχύλ. Εὐμ. 98.

Greek Monolingual

και προὐννέπω Α
προαναγγέλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐννέπω «διηγούμαι, μιλώ»].

Greek Monotonic

προεννέπω: συνηρ. προὐννέπω, μόνο σε ενεστ. και παρατ. προκηρύσσω, ανακοινώνω, σε Αισχύλ., Ευρ.· προεννέπω τινὶ ὅτι..., σε Αισχύλ.· με απαρ., προεννέπω τινὰ χαίρειν, χαιρετώ δημοσίως τον κήρυκα, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

προεννέπω: стяж. προὐννέπω (только praes. и impf. προέννεπον)
1) заранее говорить, объявлять, предупреждать: προὐννέπω τάδε Aesch. предупреждаю (вас) об этом; οὐκ ἀκούετε πάλαι προυννέποντά με; Eur. разве вы не слышали, как я давно (уже) объявлял (об этом)?;
2) провозглашать: χαίρειν τινὰ π. Soph. громогласно приветствовать кого-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εννέπω, praes. ook προυννέπω voorspellen, voorzeggen:. προυννέπω τάδε ik voorspel dit Aeschl. Eum. 852. openlijk zeggen, met inf.:; χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα προυννέπω ik heet de bode hartelijk welkom Soph. Tr. 227; met ὅτι:. προυννέπω δ’ ὑμῖν ὅτι ἔχω μεγίστην αἰτίαν ik verkondig jullie dat ik enorm beschuldigd word Aeschl. Eum. 98.