προσανάβασις: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0748.png Seite 748]] ἡ, das dazu Hinauf- od. Emporsteigen, vgl. [[προσάμβασις]]; πηκτῶν κλιμάκων προσαμβάσεις, Eur. Phoen. 492, vgl. 751; auch in späterer Prosa. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0748.png Seite 748]] ἡ, das dazu Hinauf- od. Emporsteigen, vgl. [[προσάμβασις]]; πηκτῶν κλιμάκων προσαμβάσεις, Eur. Phoen. 492, vgl. 751; auch in späterer Prosa. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />ascension ; <i>au pl.</i> κλίμακος προσαμβάσεις <i>poét.</i> ESCHL degrés d'une échelle.<br />'''Étymologie:''' [[προσαναβαίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσανάβᾰσις''': ποιητ. προσάμβ-, ἡ· ― [[ἀνάβασις]], [[ἄνοδος]], Ἑβδ. (Ἰωσ. ΙΕ΄, 3)· ― κλίμακος προσαμβάσεις, [[ἀνάβασις]] διὰ κλίμακος ἢ αἱ βαθμίδες κλίμακος, κλῖμαξ πολιορκητική, Αἰσχύλ. Θήβ. 466, Εὐρ. Φοίν. 1173· κλιμάκων πρ. [[αὐτόθι]] 489, Βάκχ. 1213· τειχέων πρ., [[τόπος]] [[ἔνθα]] δύνανται νὰ προσβληθῶσι τὰ τείχη, [[μέρος]] ἀδύνατον, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 744· δωμάτων πρ., δηλ. αἱ βαθμίδες αἱ ἄγουσαι πρὸς τὴν οἰκίαν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 97· πρβλ. [[πρόσβασις]]. | |lstext='''προσανάβᾰσις''': ποιητ. προσάμβ-, ἡ· ― [[ἀνάβασις]], [[ἄνοδος]], Ἑβδ. (Ἰωσ. ΙΕ΄, 3)· ― κλίμακος προσαμβάσεις, [[ἀνάβασις]] διὰ κλίμακος ἢ αἱ βαθμίδες κλίμακος, κλῖμαξ πολιορκητική, Αἰσχύλ. Θήβ. 466, Εὐρ. Φοίν. 1173· κλιμάκων πρ. [[αὐτόθι]] 489, Βάκχ. 1213· τειχέων πρ., [[τόπος]] [[ἔνθα]] δύνανται νὰ προσβληθῶσι τὰ τείχη, [[μέρος]] ἀδύνατον, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 744· δωμάτων πρ., δηλ. αἱ βαθμίδες αἱ ἄγουσαι πρὸς τὴν οἰκίαν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 97· πρβλ. [[πρόσβασις]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:35, 2 October 2022
English (LSJ)
poet. προσάμβασις, εως, ἡ, going up, ascent, LXXJo.15.3, Bacch. ap. Apollon.Cit.1 (pl.); κλίμακος προσαμβάσεις a ladder's means of ascent, A.Th.466, E.Ph.1173; πηκτῶν κλιμάκων προσαμβάσεις ib.489, Ba.1213; τειχέων προσανάβασις = place where the walls may be approached, Id.Ph.744; δωμάτων προσανάβασις steps leading to the house, Id.IT97.
German (Pape)
[Seite 748] ἡ, das dazu Hinauf- od. Emporsteigen, vgl. προσάμβασις; πηκτῶν κλιμάκων προσαμβάσεις, Eur. Phoen. 492, vgl. 751; auch in späterer Prosa.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
ascension ; au pl. κλίμακος προσαμβάσεις poét. ESCHL degrés d'une échelle.
Étymologie: προσαναβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
προσανάβᾰσις: ποιητ. προσάμβ-, ἡ· ― ἀνάβασις, ἄνοδος, Ἑβδ. (Ἰωσ. ΙΕ΄, 3)· ― κλίμακος προσαμβάσεις, ἀνάβασις διὰ κλίμακος ἢ αἱ βαθμίδες κλίμακος, κλῖμαξ πολιορκητική, Αἰσχύλ. Θήβ. 466, Εὐρ. Φοίν. 1173· κλιμάκων πρ. αὐτόθι 489, Βάκχ. 1213· τειχέων πρ., τόπος ἔνθα δύνανται νὰ προσβληθῶσι τὰ τείχη, μέρος ἀδύνατον, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 744· δωμάτων πρ., δηλ. αἱ βαθμίδες αἱ ἄγουσαι πρὸς τὴν οἰκίαν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 97· πρβλ. πρόσβασις.
Greek Monotonic
προσανάβᾰσις: ποιητ. προσ-άμβ-, ἡ, ανοδική πορεία, άνοδος, ανάβαση, κλίμακος προσαμβάσεις, άνοδος με σκάλα, δηλ. πολιορκητική σκάλα, ανεμόσκαλα, σε Αισχύλ., Ευρ.· προσανάβασις, σε Ευρ.· τειχέων προσανάβασις, σημείο όπου μπορούν να προσεγγιστούν τα τείχη, δωμάτων προσανάβασις, δηλ. οι σκάλες που οδηγούν στο σπίτι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
προσανάβᾰσις: Trag. προσάμβασις, εως ἡ
1) восхождение, подъем, т. е. штурм (τειχέων Eur.);
2) ступень(ка) (κλιμάκων προσαμβάσεις Eur.): δωμάτων προσαμβάσεις Eur. лестница здания.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσανάβασις -εως, ἡ, poët. προσάμβασις [προσαναβαίνω] beklimming:. ἀμύνειν τειχέων προσαμβάσεις beklimming van de muren tegenhouden Eur. Phoen. 744. trede, sport:; κλίμακος προσαμβάσεις sporten van een ladder Aeschl. Sept. 466; πότερα κλιμάκων προσαμβάσεις ἐμβησόμεσθα; zullen wij de sporten van de ladders beklimmen? Eur. IT 97; ook. κλιμάκων προσαμβάσεις ladder Eur. Phoen. 489.
Middle Liddell
a going up, ascent, κλίμακος προσαμβάσεις ascent by means of ladders, i. e. scaling ladders, Aesch., Eur.; πρ. Eur.; τειχέων πρ. a place where they may be approached, Eur.; δωμάτων πρ. i. e. the steps leading to the house, Eur.