σιβύνη: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0877.png Seite 877]] ἡ, = σιγύνη; Alexis bei Poll. 10, 144; Ath. XII, 537 e; Mel. 128 (VII, 421); D. Sic. 20, 33. – Υ wird auch kurz gebraucht. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0877.png Seite 877]] ἡ, = σιγύνη; Alexis bei Poll. 10, 144; Ath. XII, 537 e; Mel. 128 (VII, 421); D. Sic. 20, 33. – Υ wird auch kurz gebraucht. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[σιγύνης]].<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt, malgré la finale -ύνη qui se retrouve dans d'autres noms d'instruments. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐβύνη''': ἡ, καὶ σῐβύνης [ῡ], ου, ὁ, Ἄλεξ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 3, Ἀνθ. Π. 7. 421, [[αὐτόθι]] 6. 93· ― θηρευτικὴ [[λόγχη]], καὶ [[καθόλου]], [[λόγχη]], [[δόρυ]], Διόδ. 18. 27., 20. 33· ― ὑποκορ. σιβύνιον, τό, Πολύβ. 6. 23, 9, Ἡσύχ. Πρβλ. [[ζιβύνη]], [[σιγύνης]], [[συβήνη]]. | |lstext='''σῐβύνη''': ἡ, καὶ σῐβύνης [ῡ], ου, ὁ, Ἄλεξ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 3, Ἀνθ. Π. 7. 421, [[αὐτόθι]] 6. 93· ― θηρευτικὴ [[λόγχη]], καὶ [[καθόλου]], [[λόγχη]], [[δόρυ]], Διόδ. 18. 27., 20. 33· ― ὑποκορ. σιβύνιον, τό, Πολύβ. 6. 23, 9, Ἡσύχ. Πρβλ. [[ζιβύνη]], [[σιγύνης]], [[συβήνη]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:51, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, and σῐβύνης [ῠ], ου, ὁ, Alex.131 (fem.), AP7.421 (Mel.), 6.93 (Antip., masc.):—hunting spear, and generally, spear, pike, D.S.18.27, 20.33:—also written ζιβύνη (q.v.), συβίνη, PCair.Zen.362.34 (iii B.C.), cf. [[συ[μ]βίνη[ς]]] (post συβήνη) · καπροβόλον, ἐμβόλιον, Hsch., but σιγύνης [ῡ] is prob. not related. (Illyrian acc. to Fest.p.453 L., citing Ennius.)
German (Pape)
[Seite 877] ἡ, = σιγύνη; Alexis bei Poll. 10, 144; Ath. XII, 537 e; Mel. 128 (VII, 421); D. Sic. 20, 33. – Υ wird auch kurz gebraucht.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. σιγύνης.
Étymologie: DELG emprunt, malgré la finale -ύνη qui se retrouve dans d'autres noms d'instruments.
Greek (Liddell-Scott)
σῐβύνη: ἡ, καὶ σῐβύνης [ῡ], ου, ὁ, Ἄλεξ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 3, Ἀνθ. Π. 7. 421, αὐτόθι 6. 93· ― θηρευτικὴ λόγχη, καὶ καθόλου, λόγχη, δόρυ, Διόδ. 18. 27., 20. 33· ― ὑποκορ. σιβύνιον, τό, Πολύβ. 6. 23, 9, Ἡσύχ. Πρβλ. ζιβύνη, σιγύνης, συβήνη.
Greek Monolingual
και συβίνη και συβήνη, ἡ, και σιβύνης, ὁ, Α
1. θηρευτική λόγχη
2. (κατ' επέκτ.) κάθε είδους λόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί με επίθημα -ύνη τών λ. που φανερώνουν όργανο (πρβλ. κορ-ύνη, τορ-ύνη). Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το αντίστοιχο λατ. sibyna / sybina, που θεωρήθηκε ιλλυρικό δάνειο. Κατά τον Ηρόδοτο, η λ. σιβύνη είναι κυπριακός τ., ενώ, κατ' άλλους, ανάγεται σε θρακοφρυγική ρίζα και συνδέεται με τα: περσ. zōpīn (πρβλ. ζιβύνη), αρμεν. sәvīn, συρ. swbyn με σημ. «λόγχη»].
Greek Monotonic
σῐβύνη: ἡ και σῐβύνης[ῠ], -ου, ὁ, κυνηγετικό δόρυ, δόρυ, αιχμή του δόρατος, σε Ανθ.· υποκορ. σιβύνιον, τό, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
σῐβύνη: (ῡ) ἡ охотничье копье, рогатина Diod., Anth.
Middle Liddell
σῐβύνη, ἡ,
a hunting spear, a spear, pike, Anth.
Frisk Etymology German
σιβύνη: {sibŭ́nē}
Forms: -ης m. (Alex., D.S., AP), mit Metathese συβίνη (Pap. IIIa), auch ζιβύνη (LXX, Ph. Bel.)
Grammar: f.,
Meaning: Jagdspieß, Wurfspieß.
Derivative: Demin. σιβύνιον n. (Plb., ζι- H.).
Etymology: Bildung wie κορύνη, τορύνη u. andere Gerätenamen; mask. -ύνης wie ἀκινάκης. Nach Fest. 453 illyrisch. Urspr. thrak.-phryg.?; vgl. pers. zōpīn, arm. səvīn, syr. swbyn Spieß. Lat. LW sibyna (sub-, syb-; seit Enn.); W.-Hofmann s.v. m. Lit. —Vgl. σιγύν(ν)ης.
Page 2,700